3,277,040
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παράκλητος''': -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. advocatus· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] ἢ [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - [[μετὰ]] τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ. | |lstext='''παράκλητος''': -ον, ὁ προσκληθεὶς ὡς βοηθός τινος ἐν δικαστηρίῳ, Λατ. advocatus· ὡς οὐσιαστ., νομικὸς βοηθός, [[συνήγορος]], Δημ. 341. 10, κτλ.· πρβλ. Herm. Pol. Ant. § 142. 14· - [[μεσίτης]] ὑπέρ τινος, Φίλων 2. 520, κτλ. ΙΙ. ἐν τῇ Καινῇ Διαθ. καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Παράκλητος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ [[συνήγορος]] ἢ [[παρήγορος]], = [[διδάσκαλος]], Θεόδ. Μοψουεστ. 777Α· - [[μετὰ]] τῆς λέξεως [[πνεῦμα]], τίθεται οὐδετέρως τὸ παράκλητον, Εὐσεβ. VI. 1008A, 1012D, 1009B, Μακάρ. 521C, κλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on appelle à son secours ; ὁ [[παράκλητος]] avocat, défenseur (<i>lat.</i> advocatus).<br />'''Étymologie:''' [[παρακαλέω]]. | |||
}} | }} |