Anonymous

παρανόμημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανόμημα''': τό, [[παράνομος]] [[πρᾶξις]], [[παράνομος]] [[διαγωγή]], [[παράβασις]], [[ἁμαρτία]], Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.
|lstext='''παρανόμημα''': τό, [[παράνομος]] [[πρᾶξις]], [[παράνομος]] [[διαγωγή]], [[παράβασις]], [[ἁμαρτία]], Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />acte contraire à la loi <i>ou</i> à la justice, illégalité, méfait.<br />'''Étymologie:''' [[παρανομέω]].
}}
}}