παρανόμημα

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανόμημα Medium diacritics: παρανόμημα Low diacritics: παρανόμημα Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: paranómēma Transliteration B: paranomēma Transliteration C: paranomima Beta Code: parano/mhma

English (LSJ)

παρανομήματος, τό, unlawful act, transgression, Th.7.18, Chrysipp.Stoic.3.71, Plb.23.10.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.47 (pl.), Porph.Abst.1.2 (pl.), POxy.1119.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 491] τό, gesetzwidrige Handlung; Thuc. 7, 18; Pol. 24, 8; oft Plut.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
acte contraire à la loi ou à la justice, illégalité, méfait.
Étymologie: παρανομέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρανόμημα -ατος, τό [παρανομέω] wetsovertreding, onrecht.

Russian (Dvoretsky)

παρανόμημα: παρανομήματος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρανομώ
το αποτέλεσμα του παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία.

Greek Monotonic

παρανόμημα: τό, παράνομη πράξη, παρανομία, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

παρανόμημα: τό, παράνομος πρᾶξις, παράνομος διαγωγή, παράβασις, ἁμαρτία, Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.

Middle Liddell

παρανόμημα, παρανομήματος, τό,
an illegal act, transgression, Thuc.

English (Woodhouse)

illegal act, infringement of the law, transgression of the law, unlawful act, violation of the law

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

delictum, offense, crime, 7.18.2, 7.18.3.