Anonymous

παρατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] τι πλησίον ἄλλου, π. χρυσὸν ἀκήρατον χρυσῷ (ἐνν. εἰς βάσανον), [[τρίβω]] καθαρὸν χρυσὸν πλησίον τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἔτριψα ἄλλον χρυσὸν ἐπὶ τῆς Λυδίας λίθου [[ὅπως]] ἴδω τὴν διαφοράν, Ἡρόδ. 7. 10, 1, πρβλ. 6· Παθ., τρίβομαι πλησίον ἢ ἐπί τινος, καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 7· ἰδὲ ἐν λ. [[βάσανος]]. 2) [[τρίβω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 17. 44· [[πρός]] τι Σουΐδ., - Παθ., τρίβομαι [[πρός]] τι, [[ἐπάνω]] εἴς τι, τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 2. 3) [[τρίβω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, π. οὔρῳ τοὺς ὀδόντας Διόδ. 5. 33· τοὺς ὀφθαλμοὺς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 258. ΙΙ. παρατρίβομαί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, Πολύβ. 4. 47. 7, 27. 13, 6· πρβλ. [[παρακρούω]]. ΙΙΙ. παρατρίβομαι τὸ [[μέτωπον]], ὡς τὸ Λατ. οs ἢ frontem perfricare, [[σκληρύνω]] τὸ [[μέτωπον]] οἱονεὶ διὰ διηνεκοῦς τριβῆς, δηλ. ἀποσκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[ἀναίσθητος]], [[ἀναίσχυντος]], Στράβ. 603, Ἐπιφάν. 1, σ. 729, πρβλ. [[μετὰ]] τετριμμένου προσώπου ὁ αὐτ. 1. σ. 719· πρβλ. ὀφρυόκνηστος.
|lstext='''παρατρίβω''': [ῑ]: μέλλ. -ψω, [[τρίβω]] τι πλησίον ἄλλου, π. χρυσὸν ἀκήρατον χρυσῷ (ἐνν. εἰς βάσανον), [[τρίβω]] καθαρὸν χρυσὸν πλησίον τοῦ μέρους [[ἔνθα]] ἔτριψα ἄλλον χρυσὸν ἐπὶ τῆς Λυδίας λίθου [[ὅπως]] ἴδω τὴν διαφοράν, Ἡρόδ. 7. 10, 1, πρβλ. 6· Παθ., τρίβομαι πλησίον ἢ ἐπί τινος, καθάπερ πρὸς τὰς βασάνους Ἀριστ. π. Χρωμ. 3, 7· ἰδὲ ἐν λ. [[βάσανος]]. 2) [[τρίβω]] ἐπί τινος ἢ [[πρός]] τι, τινί τι Αἰλ. π. Ζ. 17. 44· [[πρός]] τι Σουΐδ., - Παθ., τρίβομαι [[πρός]] τι, [[ἐπάνω]] εἴς τι, τὰ ὕπτια πρὸς τὰ ὕπτια Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 5, 2. 3) [[τρίβω]] ἐλαφρῶς, ὀλίγον, π. οὔρῳ τοὺς ὀδόντας Διόδ. 5. 33· τοὺς ὀφθαλμοὺς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 258. ΙΙ. παρατρίβομαί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συγκρούομαι [[πρός]] τινα, Πολύβ. 4. 47. 7, 27. 13, 6· πρβλ. [[παρακρούω]]. ΙΙΙ. παρατρίβομαι τὸ [[μέτωπον]], ὡς τὸ Λατ. οs ἢ frontem perfricare, [[σκληρύνω]] τὸ [[μέτωπον]] οἱονεὶ διὰ διηνεκοῦς τριβῆς, δηλ. ἀποσκληρύνομαι, [[γίνομαι]] [[ὅλως]] [[ἀναίσθητος]], [[ἀναίσχυντος]], Στράβ. 603, Ἐπιφάν. 1, σ. 729, πρβλ. [[μετὰ]] τετριμμένου προσώπου ὁ αὐτ. 1. σ. 719· πρβλ. ὀφρυόκνηστος.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> frotter à côté de : παρατρίβειν χρυσὸν ἄλλῳ χρυσῷ (<i>s.e.</i> [[εἰς]] βάσανον) HDT frotter de l’or (pur) à côté d’un autre (sur la pierre de touche);<br /><b>2</b> frotter le long de : [[τί]] τινι frotter une chose contre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρίβω]].
}}
}}