Anonymous

παρατρίβω: Difference between revisions

From LSJ
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> frotter à côté de : παρατρίβειν χρυσὸν ἄλλῳ χρυσῷ (<i>s.e.</i> [[εἰς]] βάσανον) HDT frotter de l’or (pur) à côté d’un autre (sur la pierre de touche);<br /><b>2</b> frotter le long de : [[τί]] τινι frotter une chose contre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρίβω]].
|btext=<b>1</b> frotter à côté de : παρατρίβειν χρυσὸν ἄλλῳ χρυσῷ (<i>s.e.</i> [[εἰς]] βάσανον) HDT frotter de l’or (pur) à côté d’un autre (sur la pierre de touche);<br /><b>2</b> frotter le long de : [[τί]] τινι frotter une chose contre une autre.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρίβω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[κάτι]] υπερβολικά, [[τρίβω]] [[πάρα]] πολύ, [[φθείρω]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] με υπερβολικό [[τρίψιμο]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρατρίβομαι</i><br />φθείρομαι από την υπερβολική [[τριβή]], από το πολύ [[τρίψιμο]] («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[παρατρίβω]] [ή παρατρίβομαι] το [[μέτωπον]]» — [[σκληραίνω]] το [[μέτωπο]], δηλ. [[αποβάλλω]] [[κάθε]] [[ίχνος]] ντροπής, [[γίνομαι]] αναίσχυντος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προστρίβω]] [[κάτι]] [[κοντά]] ή [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («πέτραις τὸ [[κέρας]] παρατρίβων», Αιλ.)<br /><b>2.</b> [[τρίβω]] [[ελαφρά]], λίγο ή [[προς]] τα [[πλάγια]] («παρατρίβειν τοὺς ὀφθαλμούς», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> τρίβομαι [[κοντά]], [[δίπλα]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἐς βάσανον ἐλθὼν παρατρίβομαι [[ὥστε]] μολύβδῳ [[χρυσός]]», <b>Θέογν.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «παρατρίβομαι [[πρός]] τινα»<br /><b>μτφ.</b> [[έρχομαι]] σε προστριβές, σε [[φιλονικία]] με κάποιον, [[συγκρούομαι]] με κάποιον («ἐζηλοτύπει καὶ παρετρίβετο πρὸς τὸν Τληπόλεμον», Πολύβ.)<br /><b>5.</b> [[είμαι]] [[τελείως]] εξαντλημένος («παρατρίβεσθαι τῇ ἀναβάσει», πάπ.).
}}
}}