Anonymous

παραπαφίσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρᾰπᾰφίσκω''': μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ [[παραπατάω]]: - [[παρασύρω]], παραπλανῶ, [[παρά]] μ’ [[ἤπαφε]] [[δαίμων]] Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας [[παραπείθω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
|lstext='''παρᾰπᾰφίσκω''': μόνον ἐν τῷ ἀορ. β΄ παρήπᾰφον· - Ἐπικ. ἀντὶ [[παραπατάω]]: - [[παρασύρω]], παραπλανῶ, [[παρά]] μ’ [[ἤπαφε]] [[δαίμων]] Ὀδ. Ξ. 488, κτλ., πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 952· - μετ’ ἀπαρ., δι’ ἀπάτης ἢ πανουργίας [[παραπείθω]] τινὰ νὰ πράξῃ τι, Ἥρη δ’ ἐν φιλότητι παρήπαφεν εὐνηθῆναι Ἰλ. Ξ. 360, πρβλ. Θεόκρ. 27. 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> [[παρήπαφον]];<br />persuader insidieusement de, inf..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἀπαφίσκω]].
}}
}}