Anonymous

παρασοβέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασοβέω''': [[ἀποδιώκω]] πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24.
|lstext='''παρασοβέω''': [[ἀποδιώκω]] πτηνά, Ἀριστοτέλ. π. Θαυμασ. 118. 2 (διάφ. γραφ. κατασοβ-). ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερηφάνως [[παρέρχομαι]], Πλουτ. Μᾶρκος Κάτων 24.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />passer dédaigneusement devant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[σοβέω]].
}}
}}