Anonymous

παράπτωμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράπτωμα''': τό, [[σφάλμα]], [[πταῖσμα]], Πολύβ. 9.10,6, Λογγῖν. 36.2. 2) [[ἧττα]], Διόδ. 19. 100. 3) [[παράβασις]], [[ἁμάρτημα]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΙΔ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄,1, κ. ἀλλ.
|lstext='''παράπτωμα''': τό, [[σφάλμα]], [[πταῖσμα]], Πολύβ. 9.10,6, Λογγῖν. 36.2. 2) [[ἧττα]], Διόδ. 19. 100. 3) [[παράβασις]], [[ἁμάρτημα]], Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ ΙΔ΄, 13), Εὐαγγ. κ. Ματθ. Ϛ΄, 14, Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄,1, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> échec, revers;<br /><b>2</b> faute, erreur;<br /><b>3</b> dérogation, violation.<br />'''Étymologie:''' [[παραπίπτω]].
}}
}}