Anonymous

παράστασις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παράστᾰσις''': -εως, ἡ, Ι. ([[παρίστημι]]) τὸ ἱστάναι τινὰ κατὰ [[μέρος]], ἢ [[μακράν]], τὸ ἀπωθεῖν τινα ἢ ἐξορίζειν, relegatio, π. ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Πλάτ. Νόμ. 855C· ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς π. αὐτῶν, δηλ. ἐξοστρακίζειν αὐτούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12· «[[παράστασις]]· [[φυγή]], καὶ τὸ φυγαδεύειν παραστήσασθαι» Ἡσύχ. 2) τὸ ἐκτιθέναι πράγματα πρὸς πώλησιν, «λιανικὴ» [[πώλησις]], Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 3. 3) μεταφορ., τὸ παριστάνειν ἐνώπιόν τινος, [[παράστασις]], [[ἐξήγησις]], [[ἀπόδειξις]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. 4) [[διορισμός]], δι’ ἐπιτροπῆς καὶ π. τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 8716. ΙΙ. (παρίσταμαι) ἀμετάβ., τὸ ἵστασθαι πλησίον: 1) [[θέσις]] τινὸς πλησίον βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· - [[ὡσαύτως]] πομπώδης ἐξωτερικὴ [[ἐπίδειξις]], [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. (Α’ Μακκ. ΙΕ΄, 32)· ἡ δημοσία [[ἐμφάνισις]] τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῆς ἀκολουθίας [[αὐτοῦ]], Βυζ.. - [[ὡσαύτως]] [[ἐμφάνισις]], ἐν δικαστηρίῳ, Πανδέκτ. 2) τὸ ἐν τῇ ψυχῇ παρόν, = τὸ τῇ ψυχῇ παριστάμενον, [[κρίσις]], [[σκέψις]], Πολύβ. 5. 9, 6. β) [[ἑτοιμότης]] πνεύματος, [[ἀταραξία]], θάρρος, ὁ αὐτ. 3. 63, 14· [[μετὰ]] παραστάσεως ὁ αὐτ. 16. 33, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 589Α. γ) [[παραφορά]], [[ἀπόγνωσις]], τὸ λυποῦν ἤγαγ’ ἐς π. Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1, πρβλ. Πολύβ. 8. 23, 4., 9. 40. 4· [[μετὰ]] παραστάσεως ὁ αὐτ. 10. 5, 4· ἡ π. τῆς διανοίας, mentis commotio, ὁ αὐτ. 3. 84, 9. δ) [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ἐπιθυμία, ([[λῆμα]] κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. 470), ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς π. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 12· π. ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν Διοδ. Ἐκλογ. 629. 19. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, μικρὰ χρηματικὴ καταβολὴ (μία δραχμὴ) κατὰ τὴν κίνησιν δημοσίας τινὸς ἀγωγῆς, πιθανῶς [[ἀπέναντι]] δικαστικῶν ἐξόδων, Ἀνδοκ. 16. 5, Ἰσαῖ. 42, 31· π., μία δραχμὴ Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 7· πρβλ. Φώτ., Ἁρποκρ. ἐν λέξ.
|lstext='''παράστᾰσις''': -εως, ἡ, Ι. ([[παρίστημι]]) τὸ ἱστάναι τινὰ κατὰ [[μέρος]], ἢ [[μακράν]], τὸ ἀπωθεῖν τινα ἢ ἐξορίζειν, relegatio, π. ἐπὶ τὰ τῆς χώρας ἔσχατα Πλάτ. Νόμ. 855C· ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς π. αὐτῶν, δηλ. ἐξοστρακίζειν αὐτούς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12· «[[παράστασις]]· [[φυγή]], καὶ τὸ φυγαδεύειν παραστήσασθαι» Ἡσύχ. 2) τὸ ἐκτιθέναι πράγματα πρὸς πώλησιν, «λιανικὴ» [[πώλησις]], Ἀριστ. Πολιτ. 1. 11, 3. 3) μεταφορ., τὸ παριστάνειν ἐνώπιόν τινος, [[παράστασις]], [[ἐξήγησις]], [[ἀπόδειξις]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 1. 4) [[διορισμός]], δι’ ἐπιτροπῆς καὶ π. τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 8716. ΙΙ. (παρίσταμαι) ἀμετάβ., τὸ ἵστασθαι πλησίον: 1) [[θέσις]] τινὸς πλησίον βασιλέως, Ξεν. Κύρ. 8. 4, 5· - [[ὡσαύτως]] πομπώδης ἐξωτερικὴ [[ἐπίδειξις]], [[μεγαλοπρέπεια]], Ἑβδ. (Α’ Μακκ. ΙΕ΄, 32)· ἡ δημοσία [[ἐμφάνισις]] τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τῆς ἀκολουθίας [[αὐτοῦ]], Βυζ.. - [[ὡσαύτως]] [[ἐμφάνισις]], ἐν δικαστηρίῳ, Πανδέκτ. 2) τὸ ἐν τῇ ψυχῇ παρόν, = τὸ τῇ ψυχῇ παριστάμενον, [[κρίσις]], [[σκέψις]], Πολύβ. 5. 9, 6. β) [[ἑτοιμότης]] πνεύματος, [[ἀταραξία]], θάρρος, ὁ αὐτ. 3. 63, 14· [[μετὰ]] παραστάσεως ὁ αὐτ. 16. 33, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 589Α. γ) [[παραφορά]], [[ἀπόγνωσις]], τὸ λυποῦν ἤγαγ’ ἐς π. Ἀντιφάν. ἐν «Ἡνιόχῳ» 1, πρβλ. Πολύβ. 8. 23, 4., 9. 40. 4· [[μετὰ]] παραστάσεως ὁ αὐτ. 10. 5, 4· ἡ π. τῆς διανοίας, mentis commotio, ὁ αὐτ. 3. 84, 9. δ) [[κλίσις]], [[διάθεσις]], ἐπιθυμία, ([[λῆμα]] κατὰ τὸν Ἡρῳδιαν. 470), ψυχῆς πονηρᾶς δυσσεβὴς π. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 12· π. ψυχῆς πρὸς ἐλευθερίαν Διοδ. Ἐκλογ. 629. 19. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, μικρὰ χρηματικὴ καταβολὴ (μία δραχμὴ) κατὰ τὴν κίνησιν δημοσίας τινὸς ἀγωγῆς, πιθανῶς [[ἀπέναντι]] δικαστικῶν ἐξόδων, Ἀνδοκ. 16. 5, Ἰσαῖ. 42, 31· π., μία δραχμὴ Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 7· πρβλ. Φώτ., Ἁρποκρ. ἐν λέξ.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s’établir auprès ; place, installation, résidence auprès de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[παρίστημι]].
}}
}}