Anonymous

πεζοπόρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεζοπόρος''': -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε [[πεζεύω]]), [[αὐτόθι]] 9. 304.
|lstext='''πεζοπόρος''': -ον, ὁ κατὰ ξηρὰν ὁδοιπορῶν, οὐ ναύταν ποσσὶ δὲ π. Ἀνθ. Π. 12. 53· ναύτην ἠπείρου, π. πελάγους, ἐπὶ τοῦ Ξέρξου (ἴδε [[πεζεύω]]), [[αὐτόθι]] 9. 304.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va à pied, qui va sur terre.<br />'''Étymologie:''' [[πεζός]], πορεύομαι.
}}
}}