Anonymous

πατροκτονέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατροκτονέω''': [[φονεύω]] τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.
|lstext='''πατροκτονέω''': [[φονεύω]] τὸν πατέρα μου, πατροκτονοῦσα γὰρ ξυνοικήσεις ἐμοί; Αἰσχύλ. Χο. 909. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 98.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tuer son père.<br />'''Étymologie:''' [[πατροκτόνος]].
}}
}}