Anonymous

παρατρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρατρέχω''': μέλλ., ἴδε ἐν λ. [[τρέχω]]: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ [[τρέχω]] [[παρά]] τι ἢ [[παρά]] τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ [[τότε]] κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας [[ἔδραμον]] ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) [[διατρέχω]], Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― [[διατρέχω]] (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 8, 8. 5) [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― [[ὡσαύτως]], παρέρχομαί τι, [[παραλείπω]] αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα [[ταῦτα]] παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) [[διαφεύγω]] [[ἀπαρατήρητος]], τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.
|lstext='''παρατρέχω''': μέλλ., ἴδε ἐν λ. [[τρέχω]]: ἀόρ. παρέδρᾰμον (ὁ [[μόνος]] ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. [[χρόνος]]): ὑπερσ. -δεδραμήσκεσαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 1, 23· μετοχ. ἀορ. α΄ παραθρέξας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 955. Παρέρχομαι τρέχων ἢ [[τρέχω]] [[παρά]] τι ἢ [[παρά]] τινα, ὁ δ’ ἄρ’ ὦκα παρέδραμεν ἀφραδίῃσιν Ἰλ. Κ. 350, πρβλ. Χ. 157· εἰς τόπον Ἀριστοφ. Σφ. 1432· τοὺς παρατρέχοντας παρ’ οἰκίαν καομένην ἠκόντιζον εἰς τὸ φῶς ἐκ τοῦ σκότους Ξενοφ. Ἀν. 7. 4, 18. 2) [[ὑπερβαίνω]] εἰς τὸν δρόμον, «περνῶ», Ἴφικλον δὲ πόδεσσι παρέδραμον Ἰλ. Ψ. 636, πρβλ. Ἀριστοφάν. Ἱππ. 1353· παρέδραμε τὰ [[τότε]] κακά, ὑπερέβη, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1020· π. τινὰ ἔν τινι, π. τινὰ τοσοῦτον, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, Πολύβ. 32. 11, 2, καὶ 15, 12. 3) [[ὑπερβαίνω]] κατὰ τὴν ἀγχίνοιαν, ἐξαπατῶ, ἐπὶ ἰχθύων, παρὰ δὲ φρένας [[ἔδραμον]] ἀνδρῶν Ὀππ. Ἁλ. 3. 96. 4) [[διατρέχω]], Λατ. cursu conficere, τὸ λοιπὸν (τοῦ χωρίου) Ξεν. Ἀν. 4. 7, 6· π. ἑπτὰ ἡλικίας Σχόλ. εἰς Φιλόστρ. σ. 391 Boiss.· ― [[διατρέχω]] (διὰ μέσου διαστήματος ἢ ἐκτάσεως ὁριζομένης ἢ νοουμένης), ἐπί..., εἰς..., Ξεν. Ἀν. 7. 1, 23., 4. 7, 11· ἀπολ., [[αὐτόθι]] 4. 8, 8. 5) [[διέρχομαι]] [[ἐπιτροχάδην]], [[πραγματεύομαι]] συντόμως, Λατ. percurrere, Ἰσοκρ. 55C· παρέργως π. Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 3· τὰ γράμματα τῇ ὄψει π. Πλουτ. 2. 520Ε· ― [[ὡσαύτως]], παρέρχομαί τι, [[παραλείπω]] αὐτό, Πολύβ. 10. 43, 1· ἵνα [[ταῦτα]] παραδράμω Δίων Κ. 79. 12· ― καταφρονῶ, παραμελῶ, Θεόκρ. 20. 32. 6) [[διαφεύγω]] [[ἀπαρατήρητος]], τινὰ Πολύβ. 6. 6, 4· ― ἀπολ., ἐπὶ χρόνου, Ἡρῳδιαν. 2. 12.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> παραδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> παρέδραμον;<br /><b>1</b> courir en passant auprès de <i>ou</i> le long de ; <i>fig.</i> effleurer à la course : [[τι]] effleurer une question <i>ou</i> un sujet en courant;<br /><b>2</b> dépasser en courant, surpasser à la course, acc. ; <i>fig.</i> surpasser, vaincre, acc.;<br /><b>3</b> courir vers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[τρέχω]].
}}
}}