Anonymous

πελιδνός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελιδνός''': -ή, -όν, = [[πελιός]], μαυροκίτρινος, μελανιασμένος, Ἱππ. Ἀφ. 1251, Σοφ. Ἀποσπ. 577, κτλ.˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ τύπῳ [[πελιτνός]], Θουκ. 2. 49, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ», 1. 17. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πελιδνὸν [[μέλαν]] ὡς [[μόλυβδος]], ἢ ὕφαιμον».
|lstext='''πελιδνός''': -ή, -όν, = [[πελιός]], μαυροκίτρινος, μελανιασμένος, Ἱππ. Ἀφ. 1251, Σοφ. Ἀποσπ. 577, κτλ.˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ τύπῳ [[πελιτνός]], Θουκ. 2. 49, Ἄλεξις ἐν «Κρατεύᾳ», 1. 17. ― Καθ’ Ἡσύχ. «πελιδνὸν [[μέλαν]] ὡς [[μόλυβδος]], ἢ ὕφαιμον».
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />livide.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]].
}}
}}