Anonymous

πελιός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_4)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πελιός''': -ά, -όν, (πελός, [[πελλός]]), [[κυρίως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων [[χρῶμα]] μελανίζον [[ἕνεκα]] συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, [[ὑπομέλας]], μελανοκίτρινος, [[βλέφαρον]] πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ [[στῆθος]] Δημ. 1157. 6· [[καθόλου]], [[μέλας]], [[μαῦρος]] Νικ. Θ. 279. ([[Κατὰ]] τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ [[πολιός]], Ἀρκάδ. 41). ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''πελιός''': -ά, -όν, (πελός, [[πελλός]]), [[κυρίως]] ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος προσλαβόντων [[χρῶμα]] μελανίζον [[ἕνεκα]] συσσωρεύσεως αἵματος ἐκ διαρραγέντων αἱματικῶν ἀγγείων, [[ὑπομέλας]], μελανοκίτρινος, [[βλέφαρον]] πελιὸν Ἱππ. Προγν. 37. 29, πελιὸν δὲ τὸ [[στῆθος]] Δημ. 1157. 6· [[καθόλου]], [[μέλας]], [[μαῦρος]] Νικ. Θ. 279. ([[Κατὰ]] τὸν τονισμὸν ὁμοιάζει πρὸς τὸ [[πολιός]], Ἀρκάδ. 41). ― [[Κατὰ]] Φώτ.: «πελιοί: μέλανες· ὠχροί», πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> livide, plombé;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> sombre.<br />'''Étymologie:''' [[πελός]].
}}
}}