3,277,306
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9. | |lstext='''περιφείδομαι''': ἀποθ., [[φείδομαι]], δὲν [[φονεύω]], πατρὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 620˙ ἄνθρωπε ζωῆς περιφείδεο, μὴ διακινδύνευε τὴν ζωήν σου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=épargner soigneusement, gén..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φείδομαι]]. | |||
}} | }} |