Anonymous

πεῦσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πεῦσις''': -εως, ἡ, ([[πεύθομαι]]) [[ἐρώτησις]], [[ἐρώτημα]], Πλούτ. 2. 614D, Φιλόστρ. 876· ― [[σχῆμα]] ῥητορ., Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54, Λογγῖν. 18. 2) [[πληροφορία]], Φάλαρ. 53· πρβλ. [[πύστις]].
|lstext='''πεῦσις''': -εως, ἡ, ([[πεύθομαι]]) [[ἐρώτησις]], [[ἐρώτημα]], Πλούτ. 2. 614D, Φιλόστρ. 876· ― [[σχῆμα]] ῥητορ., Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 54, Λογγῖν. 18. 2) [[πληροφορία]], Φάλαρ. 53· πρβλ. [[πύστις]].
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’interroger <i>ou</i> de s’informer, demande, question.<br />'''Étymologie:''' [[πεύσομαι]].
}}
}}