3,273,773
edits
(6_19) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ ([[φρήν]])˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, [[συνετός]], συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπέρφρων]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπεροπτικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ. | |lstext='''περίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ˙ κλητ. περίφρον, περίφρον [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Π. 435, κτλ., ἀλλ’ ὡς ἡ ὀνομ., Περίφρων Εὐρύκλεια Τ. 357., Φ. 381˙ ([[φρήν]])˙ ― περιὼν τῶν ἄλλων κατὰ τὸ φρονεῖν, [[συνετός]], συχνὸν ἐν τῇ Ὀδ. ἐπὶ τῆς Πηνελόπης, ἐπὶ ἄλλων ὀνομαστῶν γυναικῶν, Ὀδ. Λ. 334, Τ. 357, ἐν δὲ τῇ Ἰλ. μόνον [[ἅπαξ]], Ε. 412˙ ἐπὶ ἀνδρῶν πρῶτον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 297, 313˙ τέκνα Ἡσ. Θεογ. 894˙ [[δόλιος]], [[πανοῦργος]], θήρη Ὀππ. Ἁλ. 3. 205. ΙΙ. ὡς τὸ [[ὑπέρφρων]], [[ὑπερήφανος]], [[ὑπεροπτικός]], Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 740˙ οὕτω, περίφρονα δ’ ἔλακες ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1426. 2) [[μετὰ]] γεν., ὁ περιφρονῶν τι, Ἀνθ. Π. 8. 29, Ἰωσήπ. Μακκ. 8, ἐν τέλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> très prudent, très sage;<br /><b>2</b> qui méprise <i>ou</i> dédaigne ; <i>abs.</i> fier, arrogant, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[φρήν]]. | |||
}} | }} |