Anonymous

πλάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλάζω''': Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. [[πλήσσω]]). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = [[πλανάω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· [[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον [[πεδίονδε]] τίθησι πλάζων ([[ἔνθα]] τὸ τίθησι πλάζων [[εἶναι]] σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· [[κεῖθεν]] δὲ πλαγχθέντες [[αὐτόθι]] 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· [[ἀλλά]] πη [[ἄλλῃ]] πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους [[αὐτόθι]] 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· [[μετὰ]] γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]] (εἰ δὲ μὴ [[νοητέον]] τὸ [[κάματος]] ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς [[κάματος]] [[πολύμοχθος]] πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε [[ἄλλῃ]] πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα [[κῦμα]]... πλάζ’ ὤμους [[καθύπερθε]] Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― [[ἐνταῦθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = [[σφάλλω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.
|lstext='''πλάζω''': Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. [[πλήσσω]]). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = [[πλανάω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· [[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον [[πεδίονδε]] τίθησι πλάζων ([[ἔνθα]] τὸ τίθησι πλάζων [[εἶναι]] σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· [[κεῖθεν]] δὲ πλαγχθέντες [[αὐτόθι]] 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· [[ἀλλά]] πη [[ἄλλῃ]] πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους [[αὐτόθι]] 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· [[μετὰ]] γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]] (εἰ δὲ μὴ [[νοητέον]] τὸ [[κάματος]] ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς [[κάματος]] [[πολύμοχθος]] πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε [[ἄλλῃ]] πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα [[κῦμα]]... πλάζ’ ὤμους [[καθύπερθε]] Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― [[ἐνταῦθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = [[σφάλλω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[πλάγξω]], <i>ao.</i> [[ἔπλαγξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπλάγχθην;<br /><b>1</b> faire vaciller, faire chanceler, acc.;<br /><b>2</b> écarter du droit chemin, faire errer çà et là : ἀπὸ πατρίδος αἴης OD loin de la patrie ; <i>fig.</i> dérouter, embrouiller, troubler, acc. ; <i>particul.</i> détourner d’un projet, acc. ; <i>Pass.</i> s’égarer, errer çà et là : [[ἧς]] ἀπὸ [[νηός]] OD loin de son navire ; ἐπὶ πόντον OD errer sur la mer ; ἐπ’ ἀνθρώπους OD errer parmi les hommes ; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη IL l’airain rebondissait de l’airain.<br />'''Étymologie:''' p. *πλάγjω, de la R. Πλαγ, frapper ; cf. [[πλήσσω]].
}}
}}