3,274,873
edits
(6_19) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh. | |lstext='''ὠνητής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὠνούμενος, ἀγοράζων, [[ἀγοραστής]], Ξεν. Οἰκ. 2. 3, Πλούτ., κλπ.· τινος Πλάτ. Ἐρυξ. 394Ε, Αἰσχίν. 15. 26, Ἰσαῖ. παρὰ [[Πολυδ]]. Γ΄, 81, Πλουτ. Ἀγησ. 9· ὠνητὴν λαβεῖν, εὑρεῖν ἀγοραστήν, Ἀντιφάν. ἐν «Μοιχοῖς» 1. 7. 2) ὁ ἀναλαμβάνων τι διὰ συμβολαίου, [[μισθωτής]], πακτωτής, [[ἐργολάβος]], Συλλ. Ἐπιγρ. 102· μισθωτὴς μεταλλείων, [[αὐτόθι]] 162, κατὰ τὸν Böckh. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />acheteur.<br />'''Étymologie:''' [[ὠνέομαι]]. | |||
}} | }} |