3,274,159
edits
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φρικτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φρίσσω]], ὁ προξενῶν φρίκην, [[φρικώδης]], [[φοβερός]], Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5). | |lstext='''φρικτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φρίσσω]], ὁ προξενῶν φρίκην, [[φρικώδης]], [[φοβερός]], Ὀρφ. Ὕμν. 13. 6, Πλουτ. Κικ. 49, καὶ [[συχν]]. ἐν τῇ Ἀνθολογίᾳ συγκρ. -ότερος, Πλουτ. Νουμ. 10· ὑπερθετ. -ότατος, Ἀθήν. 440Ε. ― Ἐπίρρ. τῶς, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ϛ΄, 5). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui fait frissonner, effrayant, terrible;<br /><i>Cp.</i> φρικτότερος.<br />'''Étymologie:''' [[φρίσσω]]. | |||
}} | }} |