Anonymous

προσκαρτερέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκαρτερέω''': [[ἐπιμένω]] [[μετὰ]] καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]], ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.
|lstext='''προσκαρτερέω''': [[ἐπιμένω]] [[μετὰ]] καρτερίας, ἐξακολουθῶ τι μετ’ ἄκρας ἐπιμονῆς, τῇ πολιορκίᾳ Πολύβ. 1. 55, 4, Διόδ. 14. 87· τῆ προσευχῇ Πράξ. Ἀποστ. αϳ, 14· ― ἀπολ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14. 2) εἶμαι σταθερῶς προσκεκολλημένος εἴς τινα ἄνθρωπον, εἶμαι πιστότατος αὐτῷ τινι Δημ. 1386. 6, πρβλ. Πολύβ. 24. 5, 3. 3) Παθ., ὁ προσκαρτερούμενος [[χρόνος]], ὃν ἐπιμελῶς τις μεταχειρίζεται, Διόδ. 2. 29.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />persévérer dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[καρτερέω]].
}}
}}