Anonymous

σωματοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωματοποιέω''': μεταποιῶ εἰς [[σῶμα]], [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ [[σῶμα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 730. 2) ποιῶ ἐν σωματικῇ μορφῇ, τὸν Ἔρωτα Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 87. 3) προσωποποιῶ, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 133, κλπ. ΙΙ. ποιῶ τι ὅμοιον πρὸς [[σῶμα]], στερεοποιῶ, διοργανῶ, τὸ [[ἔθνος]] Πολύβ. 2. 45, 6, πρβλ. Διόδ. 11. 86, Διογ. Λ. 2. 138· [[κάμνω]] ἓν ὅλον, σ. τὰ κεχωρισμένα Ἀρτεμίδ. 4 ἐν τῷ προοιμίῳ σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 60, 791. - Παθ., Λογγῖν. 40. 1. ΙΙΙ. [[παρέχω]] σωματικὴν δύναμιν, ἀναζωογονῶ, [[ἀναπαύω]], τοὺς ἵππους Πολύβ. 3. 87, 3· μεταφορ., ἀναζωογονῶ, ζωοποιῶ, τὰς ψυχάς, τὴν ἐλπίδα ὁ αὐτ. 3. 90, 4, Ἑλλ. Ἀποσπ. 123· τὰς ὁρμὰς Διόδ. 18. 10· - ἐξυψῶ, ἐξυμνῶ, [[μεγαλύνω]], πράξεις Πολύβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 58.
|lstext='''σωματοποιέω''': μεταποιῶ εἰς [[σῶμα]], [[κάμνω]] τι νὰ γίνῃ [[σῶμα]], [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 730. 2) ποιῶ ἐν σωματικῇ μορφῇ, τὸν Ἔρωτα Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 87. 3) προσωποποιῶ, Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 133, κλπ. ΙΙ. ποιῶ τι ὅμοιον πρὸς [[σῶμα]], στερεοποιῶ, διοργανῶ, τὸ [[ἔθνος]] Πολύβ. 2. 45, 6, πρβλ. Διόδ. 11. 86, Διογ. Λ. 2. 138· [[κάμνω]] ἓν ὅλον, σ. τὰ κεχωρισμένα Ἀρτεμίδ. 4 ἐν τῷ προοιμίῳ σ. τὴν διαίρεσιν, τὴν φράσιν Ρήτορες (Walz) τ. 7, σ. 60, 791. - Παθ., Λογγῖν. 40. 1. ΙΙΙ. [[παρέχω]] σωματικὴν δύναμιν, ἀναζωογονῶ, [[ἀναπαύω]], τοὺς ἵππους Πολύβ. 3. 87, 3· μεταφορ., ἀναζωογονῶ, ζωοποιῶ, τὰς ψυχάς, τὴν ἐλπίδα ὁ αὐτ. 3. 90, 4, Ἑλλ. Ἀποσπ. 123· τὰς ὁρμὰς Διόδ. 18. 10· - ἐξυψῶ, ἐξυμνῶ, [[μεγαλύνω]], πράξεις Πολύβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 58.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> créer un corps :<br /><b>1</b> former un corps <i>ou</i> des corps;<br /><b>2</b> revêtir d’un corps, personnifier;<br /><b>II.</b> rendre corpulent, rendre gros, fort ; <i>fig.</i> fortifier, donner de la force à, acc. ; exalter, amplifier;<br /><b>III.</b> réunir en un corps, donner de la cohésion à, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σῶμα]], [[ποιέω]].
}}
}}