3,274,919
edits
(6_6) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φέγγος''': -εος, τό, φῶς, [[λάμψις]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 279, Πίνδ., Τραγ.· [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[φάος]], φῶς, τὸ τῆς ἡμέρας φῶς, [[εἴτε]] ἀπολ., [[εἴτε]] [[μετὰ]] προσδιορισμοῦ, φ. ἡλίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 377, Σοφ., κλπ.· τὸ φ. τοῦ θεοῦ Εὐρ. Ἄλκ. 722· [[συχν]]. [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, φ. εἰσορᾶν θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1025, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 673· ὦ [[φέγγος]] [[αὐτόθι]] 859, Εὐρ. Ἠλ. 866· ὦ φ. ἡμέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1577· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, κατὰ τὸ δέκατον [[ἔτος]], [[αὐτόθι]] 504. β) τὸ τῆς σελήνης φῶς, Ξεν. Κυνηγ. 5. 4· νυκτερινὰ φέγγει ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡμερινὸν φῶς, Πλάτ. Πολ. 508C· ([[οὕτως]] ἐν τῇ καθωμιλημένῃ Ἑλληνικῇ φεγγάρι λέγεται ἡ [[σελήνη]], ἴδε Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. 290· καί τινες τῶν γραμματικῶν [[ἡμαρτημένως]] ἐδόξασαν ὅτι [[φάος]] ἐσήμαινε τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, [[φέγγος]] δὲ τὸ τῆς σελήνης)· [[ὡσαύτως]], τὸ φ. τοῦ γάλακτος, ὁ [[γαλαξίας]], Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 8, 18. γ) ἐπὶ ἀνθρώπων, φ. [[ἰδεῖν]], προσιδεῖν, [[ἰδεῖν]] τὸ φῶς, ἐλθεῖν εἰς τὸν κόσμον, γεννηθῆναι, Πινδ. Π. 4. 198, θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον, μηδ’ ἀελίου προσιδεῖν [[φέγγος]] Βακχυλ. Ἐπίνικοι V. 160-2, Blass.· λιπεῖν φ. Εὐρ. Ὀρ. 954· [[ὄλωλα]], φ. οὐκέτ’ ἐστί μοι Σοφ. Τραχ. 1144· ― [[ἁπλῶς]], [[ἡμέρα]], Εὐρ. Ἑκ. 32, Νόνν.· μοιρίδιον φ. = μ. [[ἦμαρ]], Εὐρ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 27. 2) τὸ φῶς λαμπάδων ἢ [[πυρός]], φ. λαμπάδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· πυρὸς [[αὐτόθι]] 1029, Χο. 1037. [[ἐντεῦθεν]], φῶς, [[λαμπάς]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 445, 455, Ξεν. Συμπ. 1. 9· πληθ. φέγγη, [[πυρά]], Πλουτ. Κάμ. 25, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φ. ὀμμάτων Εὐρ. Ἑκ. 368, 1035· ὄσσων Θεόκρ. 24. 73· τυφλὸν φ., ὅ ἐστι [[τυφλότης]], Εὐρ. Ἑκ. 1068. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., εὐφροσύνη, [[χαρά]], [[τέρψις]], [[ὑπερηφανία]], [[δόξα]], Πινδ. Π. 8. 138, Ν. 3. 113., 4. 21· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 100. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 602, Ἀριστοφ. Πλ. 640· ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1319· [[πλοῦτος]] ἀνδρὶ φ. Πινδ. Ο. 2. 102· φ. ὀπώρας, ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 118. 2) οὕτω, φ. δικαιοσύνης, σωφροσύνης, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 250Β· τῆς ψυχῆς Πλούτ., κλπ. ― Πρβλ. [[φάος]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους ([[φέγγος]] καὶ [[φάος]] [[εἶναι]] συγγενῆ, ὡς τὸ [[βένθος]] [[βάθος]], [[πένθος]] [[πάθος]]· ἴδε ἐν λ. φάω.) | |lstext='''φέγγος''': -εος, τό, φῶς, [[λάμψις]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 279, Πίνδ., Τραγ.· [[μάλιστα]] ὡς τὸ [[φάος]], φῶς, τὸ τῆς ἡμέρας φῶς, [[εἴτε]] ἀπολ., [[εἴτε]] [[μετὰ]] προσδιορισμοῦ, φ. ἡλίου Αἰσχύλ. Πέρσ. 377, Σοφ., κλπ.· τὸ φ. τοῦ θεοῦ Εὐρ. Ἄλκ. 722· [[συχν]]. [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, φ. εἰσορᾶν θεοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1025, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 673· ὦ [[φέγγος]] [[αὐτόθι]] 859, Εὐρ. Ἠλ. 866· ὦ φ. ἡμέρας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1577· δεκάτῳ φέγγει ἔτους, κατὰ τὸ δέκατον [[ἔτος]], [[αὐτόθι]] 504. β) τὸ τῆς σελήνης φῶς, Ξεν. Κυνηγ. 5. 4· νυκτερινὰ φέγγει ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡμερινὸν φῶς, Πλάτ. Πολ. 508C· ([[οὕτως]] ἐν τῇ καθωμιλημένῃ Ἑλληνικῇ φεγγάρι λέγεται ἡ [[σελήνη]], ἴδε Κοραῆ Ἡλιόδ. 2. 290· καί τινες τῶν γραμματικῶν [[ἡμαρτημένως]] ἐδόξασαν ὅτι [[φάος]] ἐσήμαινε τὸ τοῦ ἡλίου φῶς, [[φέγγος]] δὲ τὸ τῆς σελήνης)· [[ὡσαύτως]], τὸ φ. τοῦ γάλακτος, ὁ [[γαλαξίας]], Ἀριστ. Μετεωρολ. 1. 8, 18. γ) ἐπὶ ἀνθρώπων, φ. [[ἰδεῖν]], προσιδεῖν, [[ἰδεῖν]] τὸ φῶς, ἐλθεῖν εἰς τὸν κόσμον, γεννηθῆναι, Πινδ. Π. 4. 198, θνατοῖσι μὴ φῦναι φέριστον, μηδ’ ἀελίου προσιδεῖν [[φέγγος]] Βακχυλ. Ἐπίνικοι V. 160-2, Blass.· λιπεῖν φ. Εὐρ. Ὀρ. 954· [[ὄλωλα]], φ. οὐκέτ’ ἐστί μοι Σοφ. Τραχ. 1144· ― [[ἁπλῶς]], [[ἡμέρα]], Εὐρ. Ἑκ. 32, Νόνν.· μοιρίδιον φ. = μ. [[ἦμαρ]], Εὐρ ἐν Ἀνθ. Π. παραρτ. 27. 2) τὸ φῶς λαμπάδων ἢ [[πυρός]], φ. λαμπάδων Αἰσχύλ. Εὐμ. 1022· πυρὸς [[αὐτόθι]] 1029, Χο. 1037. [[ἐντεῦθεν]], φῶς, [[λαμπάς]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 445, 455, Ξεν. Συμπ. 1. 9· πληθ. φέγγη, [[πυρά]], Πλουτ. Κάμ. 25, κλπ. 3) τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν, φ. ὀμμάτων Εὐρ. Ἑκ. 368, 1035· ὄσσων Θεόκρ. 24. 73· τυφλὸν φ., ὅ ἐστι [[τυφλότης]], Εὐρ. Ἑκ. 1068. ΙΙ. φῶς, μεταφορ., εὐφροσύνη, [[χαρά]], [[τέρψις]], [[ὑπερηφανία]], [[δόξα]], Πινδ. Π. 8. 138, Ν. 3. 113., 4. 21· ἐπὶ προσώπων, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 9. 100. πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 602, Ἀριστοφ. Πλ. 640· ὦ ταῖς ἱεραῖς φ. Ἀθήναις ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1319· [[πλοῦτος]] ἀνδρὶ φ. Πινδ. Ο. 2. 102· φ. ὀπώρας, ἐπὶ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 118. 2) οὕτω, φ. δικαιοσύνης, σωφροσύνης, Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 250Β· τῆς ψυχῆς Πλούτ., κλπ. ― Πρβλ. [[φάος]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους ([[φέγγος]] καὶ [[φάος]] [[εἶναι]] συγγενῆ, ὡς τὸ [[βένθος]] [[βάθος]], [[πένθος]] [[πάθος]]· ἴδε ἐν λ. φάω.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />éclat, lumière :<br /><b>I.</b> <i>au propre</i>;<br /><b>1</b> <i>en gén.</i><br /><b>2</b> lumière du soleil ; le jour : δεκάτῳ φέγγει [[τῷδε]] ἔτους ESCHL voici la dixième année;<br /><b>3</b> lumière d’un feu, de flambeaux ; lumière, torche ; τὰ φέγγη PLUT les feux de garde;<br /><b>4</b> éclat des yeux : τυφλὸν [[φέγγος]] EUR éclat obscurci des yeux, cécité;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> rayonnement (de la joie, du bonheur, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' DELG rien de … clair ni de certain. | |||
}} | }} |