Anonymous

σείριος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_14)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σείριος''': ὁ, (σειρός) ὁ κατακαίων, θέριος, [[θερμός]], [[ὄνομα]] τοῦ κυνάστρου, Λατ. Sirius (ἴδε [[κύων]] V), ἐπειδή ὁ [[ἀστήρ]] [[οὗτος]] χαρακτηρίζει τήν ἐποχήν τῆς μεγίστης θερμότητος, δηλ. ἀπό 12 Αὐγούστου [[μέχρι]] 12 Σεπτεμβρίου (Ἰουλ. ἡμερολόγ.), ὅτε ὁ Σείριος δύει μετά τοῦ ἡλίου, Ἡσ. Ἔργ. καί Ἡμ. 505, 607, Ἀσπ. Ἡρ. 153, 397, Ἀρχίλ. 55, Εὐρ. Ἑκάβ. 1104, Ι. Α. 7· καλεῖται καὶ Σείριος [[κύων]]. Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, Σοφ. Ἀποσπ. 941· Σείριος [[ἀστήρ]], Ἡσ. Ἒργ. κ. Ἡμ. 415· Σείριον ἄστρον, Ἀρχίλ. 54. ― Ἔν τισι τῶν χωρίων τούτων παλαιοί ἑρμηνευταί ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς = [[ἥλιος]], ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀνάγκης, ἴδε Göttl. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 417· ἀλλ’ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 121, σ. [[ἠέλιος]]. 2) σείριον (δηλ. [[ἱμάτιον]]), Ἁρποκρ. Φώτ. (Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ τύπου Σείρ· πρβλ. Σανσκρ. svar (caelnm), sûr-as, sûr-yas και Ζενδ. hvar-e (ὁ [[ἥλιος]])· Λατ. sol· Γοτθ. Sauil· Ἀρχ. Σκανδιν. Sôl· Λιθ. Saul-e· ― αἱ λέξεις αὕται δύνανται ωσαύτως νὰ [[εἶναι]] συγγενεῖς τοῖς εἵλη, ἀλέα, σέλᾱς (πρβλ. Ἡσύχ., «βέλα (δηλ. Fέλα)· [[ἥλιος]] και αὐγὴ ὑπὸ Λακώνων»), ἀλλὰ διαφέρουσι τῶν ἡέλιος, [[ἥλιος]], ἴδε [[ἥλιος]] ἐν τέλ., καί πιθανῶς διαφέρουσι τῶν [[σέλας]], [[σελήνη]], ἴδε [[σέλας]] ἐν τέλ.). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σείριος]]· ὁ [[ἥλιος]] καί ὁ τοῦ κυνὸς [[ἀστήρ]]».
|lstext='''σείριος''': ὁ, (σειρός) ὁ κατακαίων, θέριος, [[θερμός]], [[ὄνομα]] τοῦ κυνάστρου, Λατ. Sirius (ἴδε [[κύων]] V), ἐπειδή ὁ [[ἀστήρ]] [[οὗτος]] χαρακτηρίζει τήν ἐποχήν τῆς μεγίστης θερμότητος, δηλ. ἀπό 12 Αὐγούστου [[μέχρι]] 12 Σεπτεμβρίου (Ἰουλ. ἡμερολόγ.), ὅτε ὁ Σείριος δύει μετά τοῦ ἡλίου, Ἡσ. Ἔργ. καί Ἡμ. 505, 607, Ἀσπ. Ἡρ. 153, 397, Ἀρχίλ. 55, Εὐρ. Ἑκάβ. 1104, Ι. Α. 7· καλεῖται καὶ Σείριος [[κύων]]. Αἰσχύλ. Ἀγ. 967, Σοφ. Ἀποσπ. 941· Σείριος [[ἀστήρ]], Ἡσ. Ἒργ. κ. Ἡμ. 415· Σείριον ἄστρον, Ἀρχίλ. 54. ― Ἔν τισι τῶν χωρίων τούτων παλαιοί ἑρμηνευταί ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς = [[ἥλιος]], ἀλλ’ [[ἄνευ]] ἀνάγκης, ἴδε Göttl. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 417· ἀλλ’ ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 121, σ. [[ἠέλιος]]. 2) σείριον (δηλ. [[ἱμάτιον]]), Ἁρποκρ. Φώτ. (Ὁ Σουΐδ. ποιεῖται μνείαν τοῦ τύπου Σείρ· πρβλ. Σανσκρ. svar (caelnm), sûr-as, sûr-yas και Ζενδ. hvar-e (ὁ [[ἥλιος]])· Λατ. sol· Γοτθ. Sauil· Ἀρχ. Σκανδιν. Sôl· Λιθ. Saul-e· ― αἱ λέξεις αὕται δύνανται ωσαύτως νὰ [[εἶναι]] συγγενεῖς τοῖς εἵλη, ἀλέα, σέλᾱς (πρβλ. Ἡσύχ., «βέλα (δηλ. Fέλα)· [[ἥλιος]] και αὐγὴ ὑπὸ Λακώνων»), ἀλλὰ διαφέρουσι τῶν ἡέλιος, [[ἥλιος]], ἴδε [[ἥλιος]] ἐν τέλ., καί πιθανῶς διαφέρουσι τῶν [[σέλας]], [[σελήνη]], ἴδε [[σέλας]] ἐν τέλ.). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[σείριος]]· ὁ [[ἥλιος]] καί ὁ τοῦ κυνὸς [[ἀστήρ]]».
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />brûlant, ardent ; [[σείριος]] [[κύων]] <i>ou subst.</i> ὁ Σείριος l’étoile de Sirius <i>ou</i> la constellation de la Canicule.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>skr.</i> surjas pour svarjas « soleil ».
}}
}}