Anonymous

τεμενίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τεμενίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ ἢ ἀφιερῶ [[τέμενος]], ἱερὸν [[ἄλσος]], κλπ., ἀφιερώνω, καθιερώνω, τεμένη τε τούτων ἑκάστοις ἐτεμένισαν Πλάτ. Νόμ. 738C, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 70· ἀπολ., [[Ἡρακλέης]] τεμένισσε... Φερσεφαάσσῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 133.- Παθ., ἐτεμενίσθη Δίων Κ. 57. 9, κ. ἀλλ.
|lstext='''τεμενίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ ἢ ἀφιερῶ [[τέμενος]], ἱερὸν [[ἄλσος]], κλπ., ἀφιερώνω, καθιερώνω, τεμένη τε τούτων ἑκάστοις ἐτεμένισαν Πλάτ. Νόμ. 738C, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 70· ἀπολ., [[Ἡρακλέης]] τεμένισσε... Φερσεφαάσσῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 133.- Παθ., ἐτεμενίσθη Δίων Κ. 57. 9, κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=consacrer une enceinte, un bois, un sanctuaire.<br />'''Étymologie:''' [[τέμενος]].
}}
}}