τεμενίζω
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
make a sacred precinct, consecrate, τεμένη τ. τισί Pl.Lg. 738c, cf. IG12.45.11, D.H.3.70: abs., Ἡρακλέης τεμένισσε.. φερσεφαάσσῃ Inscr. ap. Arist.Mir.843b27:—Pass., ἐτεμενίσθη D.C.57.9, al.
German (Pape)
[Seite 1090] einen heiligen Hain od. Tempel machen, weihen; τέμενος τεμενίζειν τινί, Plat. Legg. V, 738 c; ναόν, Damasc. 45; a. Sp., ἐτεμενίσθη D. Cass. 57, 9.
French (Bailly abrégé)
consacrer une enceinte, un bois, un sanctuaire.
Étymologie: τέμενος.
Russian (Dvoretsky)
τεμενίζω: (об участке земли или роще) объявлять священным, посвящать (τινί Plat., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τεμενίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ποιῶ ἢ ἀφιερῶ τέμενος, ἱερὸν ἄλσος, κλπ., ἀφιερώνω, καθιερώνω, τεμένη τε τούτων ἑκάστοις ἐτεμένισαν Πλάτ. Νόμ. 738C, πρβλ. Διον. Ἁλ. 3. 70· ἀπολ., Ἡρακλέης τεμένισσε... Φερσεφαάσσῃ Ἐπιγραφ. ἐν Ἀριστ. π. Θαυμασ. 133.- Παθ., ἐτεμενίσθη Δίων Κ. 57. 9, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
Α τέμενος
αφιερώνω τέμενος («τὸ ἱερὸν τοῦ Διὸς τεμενίσας», Δίον. Αλ.).
Greek Monotonic
τεμενίζω: Αττ. μέλ. τεμενιῶ, κατασκευάζω ιερό άλσος (τέμενος), αφιερώνω, σε Πλάτ.
Middle Liddell
τεμενίζω,
to make a sacred grove (τέμενοσ), to consecrate, Plat.