Anonymous

παρανίσσομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρανίσσομαι''': ἀποθ., = [[παρανέομαι]], [[διαβαίνω]] πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]], μετ’ αἰτ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 430.
|lstext='''παρανίσσομαι''': ἀποθ., = [[παρανέομαι]], [[διαβαίνω]] πλησίον ἢ [[παρέρχομαι]], μετ’ αἰτ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 430.
}}
{{bailly
|btext=passer le long de, longer, dépasser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[νίσσομαι]].
}}
}}