παρανίσσομαι

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανίσσομαι Medium diacritics: παρανίσσομαι Low diacritics: παρανίσσομαι Capitals: ΠΑΡΑΝΙΣΣΟΜΑΙ
Transliteration A: paraníssomai Transliteration B: paranissomai Transliteration C: paranissomai Beta Code: parani/ssomai

English (LSJ)

aor. 1 παρενῑσάμην, = παρανέομαι, pass beside, near, or beyond, c. acc., h.Ap.430, A.R.2.1030.

German (Pape)

[Seite 491] = παρανέομαι; c. accus., H. h. Ap. 430; Ap. Rh. 2, 1031.

French (Bailly abrégé)

passer le long de, longer, dépasser, acc..
Étymologie: παρά, νίσσομαι.

Russian (Dvoretsky)

παρανίσσομαι: проходить мимо, объезжать (Πελοπόννησον πᾶσαν HH).

Greek (Liddell-Scott)

παρανίσσομαι: ἀποθ., = παρανέομαι, διαβαίνω πλησίον ἢ παρέρχομαι, μετ’ αἰτ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 430.

Greek Monolingual

Α
διέρχομαι δίπλα από έναν τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + νίσσομαι «έρχομαι, πορεύομαι»].

Greek Monotonic

παρανίσσομαι: αποθ., προσπερνώ, με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

Dep. to go past, c. acc., Hhymn.