Anonymous

τρυσάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
|lstext='''τρῡσάνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ([[τρύω]]) ὁ κατατρύχων, καταπονῶν ἄνδρα, [[οὐδέ]] με λάθει βαρεία [[τηλόθεν]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] Σοφ. Φ. 209· - ἀλλ’ [[ἴσως]] αὐδὰ [[τρυσάνωρ]] αὐδὰ ἀνδρὸς τετρυμένου.
}}
{{bailly
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />qui fatigue <i>ou</i> épuise l’homme.<br />'''Étymologie:''' [[τρύω]], ανήρ.
}}
}}