Anonymous

χρυσόβωλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_17)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ [[ἔδαφος]] ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς [[λέπας]] Εὐρ. Ρῆσ. 921.
|lstext='''χρῡσόβωλος''': -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ [[ἔδαφος]] ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς [[λέπας]] Εὐρ. Ρῆσ. 921.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux mottes d’or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[βῶλος]].
}}
}}