Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσόβωλος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόβωλος Medium diacritics: χρυσόβωλος Low diacritics: χρυσόβωλος Capitals: ΧΡΥΣΟΒΩΛΟΣ
Transliteration A: chrysóbōlos Transliteration B: chrysobōlos Transliteration C: chrysovolos Beta Code: xruso/bwlos

English (LSJ)

χρυσόβωλον, with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes d'or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλίβωλος].

Greek Monotonic

χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσό-βωλος, ον, [βῶλον]
with soil of gold, Eur.