Anonymous

φρίσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρίσσω''': Ἀττικ. φρίττω Πλάτ. Πολ. 287C· μέλλ. φρίξω, Χρησμ. Σιβ. 3. 679, κλπ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· ― ἀόρ. ἔφριξα Ἰλ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρῑκα, Ὅμηρ., Ἀττικ.· [[μετὰ]] ποιητικ. μετοχ. πεφρίκοντες, Πινδ. Π. 4. 326· ὑπερσ. ἐπεφρίκει Πλούτ. 2. 781Ε, Ἀλκίφρων 1. 1. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ ἐφριξάμην Πολύαιν. 4. 6, 7. (Ἐκ τῆς √ΦΡΙΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. [[φρίξ]], [[φρίκη]], φριξός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √FΡΙΓ, ἴδε ἐν λέξ. [[ῥιγέω]]). [ῑ φύσει, [[ὅθεν]] νεώτεροι ἐκδόται γράφουσι φρῖσσον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· φρῖξαι ἐν Πινδ. Ι. 1. 16, Σοφ. Ἠλ. 1407]. Κινοῦμαι ὡς ἡ ἐλαφρῶς κυμαινομένη [[θάλασσα]], ἡ ἐπιφάνειά μου καθίσταται [[ἀνώμαλος]] καὶ [[κυματοειδής]], συνταράσσομαι, ἀνορθοῦμαι, Λατ. horrere, φρίσσουσιν ἄρουραι (ἐξυπακ. σταχύεσσι), «ὅτι πεπύκνωνται διανεστηκότες ταῖς χώραις οἱ στάχυες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 599· οὕτω, φρίξας [[κάρπιμος]] [[στάχυς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 31· ἐπὶ παρατάξεως εἰς μάχην, ἔφριξε δὲ [[μάχη]]... ἐγχείῃσι, «ἐπυκνώθη δὲ ἡ [[μάχη]] τῇ τῶν δοράτων ἀνατάσει· φρίσσειν γὰρ τὸ ὀρθοῦσθαι πυκνῶς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 339· φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι, «τῇ ἀνατάσει τῶν δοράτων πεπυκνωμέναι» (Σχόλ.), Δ. 282, πρβλ. Η. 62· φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, ἐπὶ τοῦ λόφου τῆς περικεφαλαίας, Σοφ. Ἀποσπ. 314· [[οὕτως]] ἐπὶ δένδρου, [[πεύκη]] φρίσσουσα Ζεφύροις Ἀνθ. Πλαν. 13· (ἀκριβῶς ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horret ager aristis, καὶ τοῦ Ὁρατίου horrentia pilis agmina)· οὕτω, φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα (πρβλ. τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου inaequales beryllo phialae), Πινδ. Ι. 6 (5). 59· χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν [[αἰθήρ]], ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων ὑψούντων τὴν χεῖρα [[ὅπως]] δείξωσι τίνα γνώμην ἀσπάζονται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 608· ἐπὶ τριχῶν [[κόμης]] ἢ χαίτης, ἀνορθοῦμαι, σηκώνομαι, φρίσσουσιν τρίχες Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538· φρίσσουσιν ἕθειραι Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ φυλλώματος, φύλλα πεφρικότα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κεκλιμένα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 4· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φρίσσειν λοφιήν, ἀνορθοῦν τὴν [[ἑαυτοῦ]] χαίτην, Ὀδ. Τ. 446· φρ. τρίχας Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· φρ. [[νῶτον]], αὐχένας Ἰλ. Ν. 473, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· χαίτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 822· ― [[ὡσαύτως]], πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες, ἔχοντες ἀνωρθωμένα τὰ κατὰ τὰ νῶτα πτερά, Πινδ. Π. 4. 326· λέοντος [[δέρος]] χαίτῃ πεφρικὸς Εὐρ. Φοίν. 1121. 2) φρίσσοντας ὄμβρους, «τοὺς φρίσσειν ποιοῦντας ὄμβρους» (Σχόλ.), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horrida grando, Πινδ. Π. 4. 144. 3) ἄσθματι φρίσσοντα πνοάς, πνευστιῶντα, ἀναπνέοντα μετ’ ἀγωνίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 140. 4) λέγεται ἐπὶ τῆς ἐλαφρῶς κυμαινομένης ἐπιφανείας ἡσύχου καὶ γαληνίου ὕδατος (πρβλ. φρὶξ Ι), φρίσ. θάλασσαι πνοιῇσι Διον. Π. 112, πρβλ. Ἀλκίφρονα 1. 1· καὶ ἐπὶ τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1575, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 33. ΙΙ. [[συχνάκις]] λέγεται ἐπὶ τοῦ αἰσθήματος τοῦ ῥίγους, ὅτε ἡ ἐπιδερμὶς συστέλλεται καὶ καθίσταται [[ἀνώμαλος]], αἱ δὲ τρίχες ἀνορθοῦνται, «ἀνατριχιάζω», ὡς ἐν τῇ Λατιν. horrent comae, steterunt comae, (ἴδε Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2. 20, Προβλ. 8. 12., 33. 16., 35. 9, κ. ἀλλ.)· 1) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ψύχους, φρικιῶ, «τρεμουλιάζω», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 510· ἐπὶ τῶν ὀδόντων [[ὅταν]] συγκρούωνται πρὸς ἀλλήλους ἐκ τοῦ ψύχους, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ φόβου, «ἀνατριχιάζω», φρικιῶ, Σοφ. Ἠλ. 1408, Τρ. 1044· ὑπό τινος Ὕμν. Ὁμ. 27. 8· ἅλω δὲ πολλήν... ἔφριξα δινήσαντος, κατελήφθην ὑπὸ φρικιάσεως ὅτε περιέστρεψε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 490· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἀνατριχιάζω, [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος, οἵτε σε πεφρίκασι Ἰλ. Λ. 383· πάντες δὲ με πεφρίκασι Ω. 775, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 70, Σοφ. Ἀντιγ. 997· [[πέφρικα]]... Ἐρινὺν τελέσαι, [[τρέμω]] συλλογιζόμενος ὅτι ἡ Ἐρινὺς θά..., Αἰσχύλ. Θήβ. 720, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1133· ― οὕτω [[μετὰ]] δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θὰ καταληφθῶσιν ὑπὸ φρίκης ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν κωπῶν, Ἡρόδ. 8. 96 (ἀλλ’ ἴδε [[φρύγω]])· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., [[πέφρικα]] λεύσσων, ὑπὸ φρίκης καταλαμβάνομαι βλέπων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 345· φρ. σε δερκομένη ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 540, 695· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Δημ. 559. 8· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., φρ. πρὸς τοὺς πόνους Πλούτ. 2. 8F· φρ. [[ὑπὲρ]] ὧν προσήκει παθεῖν Δημ. 1230. 24. 3) καταλαμβάνομαι ὑπὸ φρικιάσεως εἰσερχόμενος εἰς ναὸν [[ἕνεκα]] [[μεγάλης]] δεισιδαιμονίας, [[μηδὲ]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ δεισιδαιμονίας ἐν ἱερῷ φρίττειν ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Πλούτ. 2. 26Β, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ 1057. 4) «ἀνατριχιάζω» ἐξ ὑπερβαλλούσης χαρᾶς, [[χαίρω]] [[ὑπερβαλλόντως]], ἔφριξ’ ἔρωτι Σοφ. Αἴ. 693, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384, Ἑρμηνευτ. εἰς Εὐρ. Ἑλ. 632. ― Παρὰ τοῖς πεζογράφοις σπάνιον πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[τρομάζω]], φρίττω, φοβοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 387C, Φαῖδρ. 251Α, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. [[φρίξ]], [[φρίκη]].
|lstext='''φρίσσω''': Ἀττικ. φρίττω Πλάτ. Πολ. 287C· μέλλ. φρίξω, Χρησμ. Σιβ. 3. 679, κλπ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· ― ἀόρ. ἔφριξα Ἰλ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρῑκα, Ὅμηρ., Ἀττικ.· [[μετὰ]] ποιητικ. μετοχ. πεφρίκοντες, Πινδ. Π. 4. 326· ὑπερσ. ἐπεφρίκει Πλούτ. 2. 781Ε, Ἀλκίφρων 1. 1. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ ἐφριξάμην Πολύαιν. 4. 6, 7. (Ἐκ τῆς √ΦΡΙΚ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λ. [[φρίξ]], [[φρίκη]], φριξός· [[ἴσως]] συγγενὲς τῇ √FΡΙΓ, ἴδε ἐν λέξ. [[ῥιγέω]]). [ῑ φύσει, [[ὅθεν]] νεώτεροι ἐκδόται γράφουσι φρῖσσον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· φρῖξαι ἐν Πινδ. Ι. 1. 16, Σοφ. Ἠλ. 1407]. Κινοῦμαι ὡς ἡ ἐλαφρῶς κυμαινομένη [[θάλασσα]], ἡ ἐπιφάνειά μου καθίσταται [[ἀνώμαλος]] καὶ [[κυματοειδής]], συνταράσσομαι, ἀνορθοῦμαι, Λατ. horrere, φρίσσουσιν ἄρουραι (ἐξυπακ. σταχύεσσι), «ὅτι πεπύκνωνται διανεστηκότες ταῖς χώραις οἱ στάχυες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 599· οὕτω, φρίξας [[κάρπιμος]] [[στάχυς]] Εὐρ. Ἱκέτ. 31· ἐπὶ παρατάξεως εἰς μάχην, ἔφριξε δὲ [[μάχη]]... ἐγχείῃσι, «ἐπυκνώθη δὲ ἡ [[μάχη]] τῇ τῶν δοράτων ἀνατάσει· φρίσσειν γὰρ τὸ ὀρθοῦσθαι πυκνῶς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 339· φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι, «τῇ ἀνατάσει τῶν δοράτων πεπυκνωμέναι» (Σχόλ.), Δ. 282, πρβλ. Η. 62· φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, ἐπὶ τοῦ λόφου τῆς περικεφαλαίας, Σοφ. Ἀποσπ. 314· [[οὕτως]] ἐπὶ δένδρου, [[πεύκη]] φρίσσουσα Ζεφύροις Ἀνθ. Πλαν. 13· (ἀκριβῶς ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horret ager aristis, καὶ τοῦ Ὁρατίου horrentia pilis agmina)· οὕτω, φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα (πρβλ. τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου inaequales beryllo phialae), Πινδ. Ι. 6 (5). 59· χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν [[αἰθήρ]], ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων ὑψούντων τὴν χεῖρα [[ὅπως]] δείξωσι τίνα γνώμην ἀσπάζονται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 608· ἐπὶ τριχῶν [[κόμης]] ἢ χαίτης, ἀνορθοῦμαι, σηκώνομαι, φρίσσουσιν τρίχες Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538· φρίσσουσιν ἕθειραι Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ φυλλώματος, φύλλα πεφρικότα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κεκλιμένα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 4· ― [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., φρίσσειν λοφιήν, ἀνορθοῦν τὴν [[ἑαυτοῦ]] χαίτην, Ὀδ. Τ. 446· φρ. τρίχας Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· φρ. [[νῶτον]], αὐχένας Ἰλ. Ν. 473, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· χαίτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 822· ― [[ὡσαύτως]], πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες, ἔχοντες ἀνωρθωμένα τὰ κατὰ τὰ νῶτα πτερά, Πινδ. Π. 4. 326· λέοντος [[δέρος]] χαίτῃ πεφρικὸς Εὐρ. Φοίν. 1121. 2) φρίσσοντας ὄμβρους, «τοὺς φρίσσειν ποιοῦντας ὄμβρους» (Σχόλ.), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horrida grando, Πινδ. Π. 4. 144. 3) ἄσθματι φρίσσοντα πνοάς, πνευστιῶντα, ἀναπνέοντα μετ’ ἀγωνίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 140. 4) λέγεται ἐπὶ τῆς ἐλαφρῶς κυμαινομένης ἐπιφανείας ἡσύχου καὶ γαληνίου ὕδατος (πρβλ. φρὶξ Ι), φρίσ. θάλασσαι πνοιῇσι Διον. Π. 112, πρβλ. Ἀλκίφρονα 1. 1· καὶ ἐπὶ τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1575, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 33. ΙΙ. [[συχνάκις]] λέγεται ἐπὶ τοῦ αἰσθήματος τοῦ ῥίγους, ὅτε ἡ ἐπιδερμὶς συστέλλεται καὶ καθίσταται [[ἀνώμαλος]], αἱ δὲ τρίχες ἀνορθοῦνται, «ἀνατριχιάζω», ὡς ἐν τῇ Λατιν. horrent comae, steterunt comae, (ἴδε Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2. 20, Προβλ. 8. 12., 33. 16., 35. 9, κ. ἀλλ.)· 1) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ψύχους, φρικιῶ, «τρεμουλιάζω», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 510· ἐπὶ τῶν ὀδόντων [[ὅταν]] συγκρούωνται πρὸς ἀλλήλους ἐκ τοῦ ψύχους, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ φόβου, «ἀνατριχιάζω», φρικιῶ, Σοφ. Ἠλ. 1408, Τρ. 1044· ὑπό τινος Ὕμν. Ὁμ. 27. 8· ἅλω δὲ πολλήν... ἔφριξα δινήσαντος, κατελήφθην ὑπὸ φρικιάσεως ὅτε περιέστρεψε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 490· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., ἀνατριχιάζω, [[τρέμω]] ἐνώπιόν τινος, οἵτε σε πεφρίκασι Ἰλ. Λ. 383· πάντες δὲ με πεφρίκασι Ω. 775, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 70, Σοφ. Ἀντιγ. 997· [[πέφρικα]]... Ἐρινὺν τελέσαι, [[τρέμω]] συλλογιζόμενος ὅτι ἡ Ἐρινὺς θά..., Αἰσχύλ. Θήβ. 720, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1133· ― οὕτω [[μετὰ]] δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θὰ καταληφθῶσιν ὑπὸ φρίκης ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν κωπῶν, Ἡρόδ. 8. 96 (ἀλλ’ ἴδε [[φρύγω]])· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] μετοχ., [[πέφρικα]] λεύσσων, ὑπὸ φρίκης καταλαμβάνομαι βλέπων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 345· φρ. σε δερκομένη ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 540, 695· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Δημ. 559. 8· ― [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] προθέσ., φρ. πρὸς τοὺς πόνους Πλούτ. 2. 8F· φρ. [[ὑπὲρ]] ὧν προσήκει παθεῖν Δημ. 1230. 24. 3) καταλαμβάνομαι ὑπὸ φρικιάσεως εἰσερχόμενος εἰς ναὸν [[ἕνεκα]] [[μεγάλης]] δεισιδαιμονίας, [[μηδὲ]] [[ὥσπερ]] ὑπὸ δεισιδαιμονίας ἐν ἱερῷ φρίττειν ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Πλούτ. 2. 26Β, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ 1057. 4) «ἀνατριχιάζω» ἐξ ὑπερβαλλούσης χαρᾶς, [[χαίρω]] [[ὑπερβαλλόντως]], ἔφριξ’ ἔρωτι Σοφ. Αἴ. 693, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384, Ἑρμηνευτ. εἰς Εὐρ. Ἑλ. 632. ― Παρὰ τοῖς πεζογράφοις σπάνιον πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[τρομάζω]], φρίττω, φοβοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 387C, Φαῖδρ. 251Α, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. [[φρίξ]], [[φρίκη]].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> φρίξω, <i>ao.</i> ἔφριξα, <i>pf.</i> [[πέφρικα]] <i>au sens d’un prés.</i><br /><b>1</b> se hérisser ; <i>au pf.</i> être hérissé : φρίσσουσιν ἄρουραι IL les champs se hérissent d’épis ; φάλαγγες ἔγχεσι πεφρικυῖαι IL bataillons hérissés de lances;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> frissonner, frémir ; [[φρίσσω]] [[δέ]] [[σε]] δερκομένη ESCHL je frissonne en te voyant ; <i>avec</i> acc. : φρίσσειν τινα <i>ou</i> [[τι]], [[πρός]] [[τι]] frissonner à la vue <i>ou</i> à la pensée de qch ; <i>particul.</i> frissonner d’une crainte religieuse, d’une sainte horreur.<br />'''Étymologie:''' [[φρίξ]], de la R. Φρικ, se hérisser, pê apparenté à la R. Φριγ &gt; Ῥιγ, frissonner de froid ; cf. [[ῥῖγος]], <i>lat.</i> frigus.
}}
}}