3,277,286
edits
(6_13a) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· [[μετὰ]] δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528. | |lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· [[μετὰ]] δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐψαύσθην, <i>pf.</i> ἔψαυσμαι;<br /><b>I.</b> tâter, palper : [[τοῦ]] στόματος XÉN la bouche <i>en parl. de la langue</i>;<br /><b>II.</b> toucher :<br /><b>1</b> <i>au propre</i> [[τῇ]] κεφάλῃ [[τοῦ]] οὐρανοῦ HDT toucher le ciel de la tête ; ψαῦον κόρυθες φάλοισι νευόντων IL les casques touchaient de leurs panaches les panaches qui s’inclinaient ; χώρας [[ποδί]] ESCHL toucher du pied le sol d’un pays ; <i>abs.</i> prendre la main pour conduire qqn;<br /><b>2</b> <i>avec idée d’hostilité</i> toucher, mettre la main sur, gén. ; en venir aux mains avec, gén.;<br /><b>3</b> <i>fig.</i> toucher, atteindre : καρδίας EUR toucher le cœur, <i>càd</i> blesser, affliger ; μερίμνας SOPH toucher un souci, un chagrin, <i>càd</i> le réveiller, avec un <i>acc. de pers.</i> : θεὸν [[ἐν]] κερτομίοις γλώσσαις SOPH atteindre un dieu par des propos injurieux ; atteindre à, parvenir à : τῆς ἀληθείας PLUT à la vérité.<br />'''Étymologie:''' R. Ψυ, frotter ; cf. R. Ψα, v. [[ψάω]]. | |||
}} | }} |