3,270,824
edits
(13_7_2) |
(6_13a) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσθην, <b class="b2">berühren</b>, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν [[χρεών]] El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῦον κόρυθες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν [[πρῶτος]] [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι [[τρυφάλεια]]; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, [[κεῖνος]] ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. θεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von [[ψαύω]] = [[λοιδορέω]] abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Uebertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1392.png Seite 1392]] perf. pass. ἔψαυσμαι, aor. ἐψαύσθην, <b class="b2">berühren</b>, antasten, befühlen; gew. c. gen.; Il. 23, 519. 806; h. Ven. 125; Her. 2, 47. 3, 30; Pind. N. 5, 42; Od. 6, 35; Aesch. χεροῖν καλιῤῥόου ἔψαυσα πηγῆς Pers. 198; εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδί Ch. 180; Soph. Trach. 1002 O. R. 1405 u. öfter; Eur. Or. 369; μὴ ψαῦ' ὧν σε μὴ ψαύειν [[χρεών]] El. 223, u. öfter; selten in att. Prosa, wie Xen. Mem. 1, 4,12 Antipho 3 γ 5; ψαῦον κόρυθες φάλοισιν Il. 13, 132. 11, 216 ist eigtl. die Helme stießen mit den Büschen an einander; Pind. P. 9, 124 vrbdt ὃς ἂν [[πρῶτος]] [[ἀμφί]] οἱ ψαύσειε πέπλοις, wer sie zuerst am Kleide berührte; vgl. Qu. Sm. 8, 349 ἄνω δ' ἔψαυε νέφεσσι [[τρυφάλεια]]; auch = feindlich angreifen, erreichen, treffen, so auch im med., Sp.; absolut, κἀμὲ φέρων ἐπ' ὠμοῖς ψαύει ματαίαις χερσίν, Soph. Trach. 562; O. C. 1541; übertr. von der Rede, [[κεῖνος]] ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, Ant. 951, wo der acc. θεόν von ἐπέγνω abzuhangen scheint, wenn man ihn nicht von [[ψαύω]] = [[λοιδορέω]] abhangen läßt; ib. 850 ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας ist μερίμνας entweder der gen. oder der accus., da ψαύων hier so viel wie »erwähnen«, »sagen« ist. – Uebertr. = leicht berühren, einen Gegenstand nur andeuten, ἐπὶ κεφαλαίων ψαύειν τῶν πράξεων Pol. 1, 13, 8, u. öfter, u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ψαύω''': μέλλ. ψαύσω· ἀόρ. ἔψαυσα· πρκμ. ἔψαυκα (παρ-) Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 126. - Παθ., ἀόρ, ἐψαύσθην Διοσκ. 2. 16· πρκμ. ἔψαυσμαι (παρ-) Ἱππ. 501. 45· (συγγενὲς τῷ ψάω). - Ἐγγίζω, ἐφάπτομαι, τινὸς Ἰλ. Ψ. 519, 806, Ἡρόδ. 2. 47, Ἀττ.· [[μετὰ]] δοτ. τοῦ ὀργάνου, τῇ κεφαλῇ τοῦ οὐρανοῦ ψ. Ἡρόδ. 4. 30· χεροῖν .. ἔψαυσα πηγῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 201· εἰ τῆσδε χώρας [[μήποτε]] ψαύσει ποδὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 182· οὕτω δὲ πιθανῶς ληπτέον τὴν δοτ. ἐν Ἰλ. Ν. 132, Π. 216· ψαῦον κόρυθες φάλοισιν, αἱ περικεφαλαῖαι ἔψαυον διὰ τῶν φάλων αὐτῶν· ἀλλ’ ἡ δοτ. ἐπέχει ἀναμφιβόλως τὸν τόπον τῆς γενικῆς ἐν Πινδ. Π. 9. 213, Κόϊντ. Σμυρ. 8. 349 (ὡς ἐν τῷ [[θιγγάνω]] καὶ [[προσψαύω]], ἃ ἴδε)· - ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Σοφ. φαίνεται ὅτι κεῖται μετ’ αἰτ.· ἀλλ’ ἐν Ἀντιγ. 857, ἔψαυσας ἀλγεινοτάτας ἐμοὶ μερίμνας, πατρὸς τριπόλιστον οἶκτον, τὸ μερίμνας δυνατὸν νὰ [[εἶναι]] ἑνικὴ γενική, τὸ δὲ οἶκτον αἰτιατ. κατὰ παράθεσιν πρὸς τὴν προηγουμένην πρότασιν· καὶ [[αὐτόθι]] 961, [[κεῖνος]] ἐπέγνω ψαύων τὸν θεὸν ἐν κερτομίοις γλώσσαις, ἡ [[σύνταξις]] δύναται νὰ [[εἶναι]]: ἐπέγνω τὸν θεὸν ψαύων, ἀνεγνώρισε τὸν θεὸν καθαπτόμενος· [[ὁμολογητέον]] ὅτι αἱ συντάξεις αὗται εἶναί πως βεβιασμέναι, καὶ μεταγενέστεροι συγγραφεῖς βεβαίως μετεχειρίζοντο τὸ παθ., ὡς εἰ τὸ ἐνεργ. εἶχε [[κυρίως]] μεταβ. σημασ., Διοσκ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλούτ. 2. 951C, πρβλ. Foës. Oec. Hipp. 2) ἐλαφρῶς [[θιγγάνω]], ἐφάπτομαι, ψηλαφῶ· μεταφο., «[[ἐγγίζω]]» ὑπόθεσίν τινα, ζήτημά τι, Πολύβ. 1. 13, 8. 3) [[ἐγγίζω]] ὡς [[ἐχθρός]], [[ἐπιβάλλω]] χεῖρα ἐπί τινα, τινὸς Εὐρ. Ι. Α. 1559· ἀπολ., κλάοις ἄν, εἰ ψαύσειας Αἰσχύλ. Ἱκ. 925, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 856. 4) [[ἐγγίζω]], [[φθάνω]], ἐπιδρῶ εἴς τι, οὐ γὰρ ἄκρας καρδίας ἔψαυσέ μου Εὐρ. Ἑκ. 242· ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ. καὶ ὁ Διοσκ. 5. 27 ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ· [[ὡσαύτως]], [[φθάνω]] τι, [[λαμβάνω]], [[κερδαίνω]], Πινδ. Ν. 5. 76, Ἀνθ. Π. 7. 428, 11· - ψ. Ἀφροδίτας (πρβλ. ἅπτομαι) Πινδ. Ο. 6. 58. - Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] σπανιωτάτη παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζογράφοις, Ἀντιφῶν 123. 2, Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 12· [[συχν]]. παρὰ μεταγεν.. [[οἷον]] Πολύβ. 1. 13, 8, κ. ἀλλ., καὶ [[συχν]]. παρὰ Πλουτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 522, 527, 528. | |||
}} | }} |