Anonymous

σπορητός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_19)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπορητός''': -οῦ, ὁ, [[σῖτος]] ἐσπαρμένος, [[σῖτος]] φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε [[ἄμητος]].
|lstext='''σπορητός''': -οῦ, ὁ, [[σῖτος]] ἐσπαρμένος, [[σῖτος]] φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε [[ἄμητος]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> ensemencement;<br /><b>2</b> semence.<br />'''Étymologie:''' [[σπορά]].
}}
}}