Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπορητός

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπορητός Medium diacritics: σπορητός Low diacritics: σπορητός Capitals: ΣΠΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: sporētós Transliteration B: sporētos Transliteration C: sporitos Beta Code: sporhto/s

English (LSJ)

ὁ,
A sown corn, growing corn, A.Ag.1392.
2 sowing of corn, τὸν σ. διακωλύειν X.HG4.6.13; also σ. ὀσπρίων Thphr. HP 8.2.8.
3 seed-time, Hp.Hebd.4 (σποράτος cod.).

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, die Saat; Διὸς νότῳ γανᾷ σπορητός, Aesch. Ag. 1365; ἕως τὸν σπορητὸν διακωλύσῃ, Xen. Hell. 4, 6, 13, das Säen.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 ensemencement;
2 semence.
Étymologie: σπορά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπορητός -οῦ, ὁ [~ σπείρω] gezaaid gewas. Aeschl. Ag. 1492. het zaaien. Xen. Hell. 4.6.13.

Russian (Dvoretsky)

σπορητός:
1 сеяние, сев Xen.;
2 посеянное зерно, посев Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σπορητός: -οῦ, ὁ, σῖτος ἐσπαρμένος, σῖτος φυόμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1392. 2) ἡ σπορὰ γεννημάτων, τοῦ σπ. διακωλύειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 13· σπ. ὀσπρίων Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 2, 8. - Περί τοῦ τονισμοῦ ἴδε ἄμητος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. το σιτάρι που έχει σπαρεί
2. η σπορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα σπορτου σπείρω + -(η)τός, κατά τα ἀλοητός, ἀμητός].

Greek Monotonic

σπορητός: -οῦ, ὁ (σπορά),
1. σπαρμένα σιτηρά, σιτηρά που φύονται, σε Αισχύλ.
2. η σπορά σιτηρών, σε Ξεν.

Middle Liddell

σπορητός, οῦ, ὁ, σπορά
1. sown corn, growing corn, Aesch.
2. a sowing of corn, Xen.

English (Woodhouse)

sown land

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)