Anonymous

πολύκρανος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύκρανος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
|lstext='''πολύκρανος''': -ον, ὁ πολλὰς ἔχων κεφαλάς, [[πολυκέφαλος]], Εὐρ. Βάκχ. 1017· ἀρχὴ λευκὴ καὶ π., ἐπὶ τῆς Ρωμαϊκῆς συγκλήτου, Χρησμ. Σιβ. 3. 176.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à plusieurs têtes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], *κρᾶνον (v. [[κρανίον]]).
}}
}}