Anonymous

προαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προᾰγωγός''': -όν, ([[προάγω]]) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μεσίτης]] πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, [[μαστροπός]], μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν [[εἶναι]], μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, [[Πολυδ]]. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προαγωγός]]· [[διδάσκαλος]] κακῶν, καὶ [[μαστροπός]], μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
|lstext='''προᾰγωγός''': -όν, ([[προάγω]]) ὁ προάγων, ὁδηγῶν εἴς τι, εἰς πειθὼ Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο.Τ. 14· πρὸς τὸ ἄμετρον Λογγῖν. 32. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., [[μεσίτης]] πορνῶν καὶ τῶν τοιούτων, [[μαστροπός]], μαυλιστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1079, Σφ. 1028, Θεσμ. 341, Αἰσχίν. 26. 17. 2) μεταφορ., ἀγαθόν σε ἔφην προαγωγὸν [[εἶναι]], μεσίτην, Ξεν. Συμπ. 4. 64, [[Πολυδ]]. Δ΄, 34. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προαγωγός]]· [[διδάσκαλος]] κακῶν, καὶ [[μαστροπός]], μαυλιστής, καὶ ἡ ἐπ’ αἰσχροῖς ἐπὶ τὸ πορνεῦσαι προάγουσά τινας».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> négociateur.<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
}}
}}