Anonymous

πολύφορβος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
|lstext='''πολύφορβος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἰλ. Ι. 568, Ἡσ. Θ. 912· ([[φορβή]])· ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολλὴν φορβὴν ἔχουσα, ἡ πολλοὺς τρέφουσα, [[γαῖα]] Ἰλ. Ξ. 200· ἐπὶ τῆς Δήμητρος πολυφόρβης Ἡσ. Θεογ. 912, κλπ.
}}
{{bailly
|btext=ος <i>ou poét.</i> η, ον :<br />très nourrissant <i>ou</i> qui nourrit beaucoup d’êtres.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρβω]].
}}
}}