3,270,561
edits
(6_6) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6. | |lstext='''προσεδρεύω''': ἑδρεύω, [[κάθημαι]], [[διαμένω]] πλησίον, πυρᾷ Εὐρ. Ὀρ. 405· ἅμα τῷ πατρὶ τῷ διδασκαλείῳ προσεδρεύων, τὸ [[μέλαν]] [[τρίβων]] καὶ τὰ [[βάθρα]] σπογγίζων... οἰκέτου τάξιν, οὐκ ἐλευθέρου παιδὸς ἔχων Δημ. 313. 11, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2715, 18· πρ. τινί, εἶμαι [[πάντοτε]] πλησίον τινός, «εἰς τὸ [[πλευρόν]] του», Δημ. 914. 18. 2) [[κάθημαι]] ἐνώπιον πόλεως καὶ πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, πόλει Πολύβ. 8. 9, 11. 3) μεταφορ., [[κάθημαι]] πλησίον καὶ παραφυλάττω, τοῖς πράγμασι, τοῖς καιροῖς Δημ. 14. 15, Πολύβ. 38. 5. 9· πρ. ταῖς φιλοπονίαις, [[ἐπιμένω]] εἰς..., Ἀριστ. Πολιτ. 8. 4, 4· τῷ πόθῳ Ἄλεξις ἐν «Τραυματίᾳ» 2· ― ἀπολ., μεθ’ ὑπομονῆς παρατηρῶ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 9, Χαιρήμ. παρ’ Ἀθην. 562F· πρ. πρὸς τὸ ἐντελὲς Ἀριστ. Πολιτ. 8. 2, 5· πρὸς [[ἴδιον]] προσεδρεύειν [[αὐτόθι]] 2. 5, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se tenir près de, [[πρός]] τινι ; être assidûment occupé de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρόσεδρος]]. | |||
}} | }} |