Anonymous

προκοπή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκοπή''': ἡ, [[πρόοδος]] ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. [[προκόπτω]] Ι. 2) [[καθόλου]], [[πρόοδος]], [[ἐπίδοσις]], τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ [[οἴησις]] ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. [[παλίντροπος]], [[πρόοδος]] κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
|lstext='''προκοπή''': ἡ, [[πρόοδος]] ἐν πορείᾳ, Πλούτ. 2. 76D· πρβλ. [[προκόπτω]] Ι. 2) [[καθόλου]], [[πρόοδος]], [[ἐπίδοσις]], τὴν οἴησιν ἔλεγε προκοπῆς ἐγκοπήν, ὅτι ἡ [[οἴησις]] ἦτο ἐμπόδιον τῆς προόδου, Βίων παρὰ Διογ. Λ. 4. 50· πρ. ἔχειν, ποιεῖσθαι, λαμβάνειν, Πολύβ. 2. 37, 10, κ. ἀλλ.· ἡ ἐπὶ τὸ βέλτιον πρ. ὁ αὐτ. 1. 12, 7· ἀντίθετον τῷ ἡ ἐπὶ τὸ [[χεῖρον]] πρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 4, 1· πρ. [[παλίντροπος]], [[πρόοδος]] κατ’ ἐναντίαν φοράν, Πολύβ. 5. 16, 9· πρ. ἐν φιλοσοφίᾳ Διόδ. 16. 6, πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 15. 16· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 75Β, Λουκ. Ἀλέξ. 22· ἐν προκοπαῖς, ἐν εὐτυχίαις, Ἑλλ. Ἐπιγρ. 421, πρβλ. 642. 4.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> marche en avant;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> progrès, avancement (en crédit, en puissance).<br />'''Étymologie:''' [[προκόπτω]].
}}
}}