Anonymous

προμηθέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_13b)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
|lstext='''προμηθέομαι''': μέλλ. -ήσομαι· ἀόρ. προὐμηθήθην Ἱππ. 617. 52., 790G· ἀποθ., εἶμαι [[προμηθής]], [[φροντίζω]] [[προηγουμένως]], προνοῶ [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., πρ. [[ἑωυτοῦ]] Ἡρόδ. 2. 172· ὑπέρ τινος Πλάτ. Πρωτ. 316C· [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 198Ε· ἀπολ., Αἰσχύλ. Πρ. 381· μετ’ ἀπαρ., Ἀλκίφρων 1. 10· ― [[καθόλου]], [[προσέχω]], Λατ. cavere, πρ. μή... Ἡρόδ. 3. 78· ― μετ’ αἰτιατ. προσώπ., δεικνύω σεβασμὸν [[περί]] τινος, ὁ αὐτ. 9. 108· μετ’ αἰτ. πράγμ., Ἱππ. 765D, Πλάτ. Κρίτων 45Α· ― οὐδ. μετοχ., προμηθεόμενον, ἀπολ. ἐπὶ παθ. σημασίας, διδομένης προσοχῆς…, ὡς μή..., [[ὅπως]] μή... Ἱππ. 813G, 831Η.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>ao.</i> προὐμηθήθην;<br />prendre d’avance soin de, veiller aux intérêts de, gén. <i>ou</i> acc. ; προμηθεῖσθαι [[μή]] HDT veiller à ce que… ne.<br />'''Étymologie:''' [[προμηθής]].
}}
}}