Anonymous

προκηραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκηραίνω''': εἶμαι [[ἀνήσυχος]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ [[κέαρ]]» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.
|lstext='''προκηραίνω''': εἶμαι [[ἀνήσυχος]], μεριμνῶ [[περί]] τινος, κείνου προκηραίνουσα, «μεριμνῶσα κατὰ τὸ [[κέαρ]]» (Σχόλ.), Σοφοκλ. Τρ. 29.
}}
{{bailly
|btext=se préoccuper de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κηραίνω]].
}}
}}