Anonymous

προσαύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
|lstext='''προσαύω''': [[φέρω]] [[πρός]], πρὶν πυρὶ θερμῷ [[πόδα]] τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. [[καταύω]]. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.
}}
{{bailly
|btext=approcher : [[τί]] τινι une chose d’une autre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[αὔω]].
}}
}}