προσαύω

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαύω Medium diacritics: προσαύω Low diacritics: προσαύω Capitals: ΠΡΟΣΑΥΩ
Transliteration A: prosaúō Transliteration B: prosauō Transliteration C: prosayo Beta Code: prosau/w

English (LSJ)

burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ S.Ant. 619 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 753] anzünden, anbrennen, προσαύσῃ ist zw. L. Soph. Ant. 615. Vgl. προσαυράω.

French (Bailly abrégé)

approcher : τί τινι une chose d'une autre.
Étymologie: πρός, αὔω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αύω branden:. πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ voordat iemand zijn voet verbrandt aan de hete haard Soph. Ant. 619.

Russian (Dvoretsky)

προσαύω: обжигать (πόδα πυρί Soph.).

Greek Monolingual

Α
καίω κάτι επί πλέον («πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύση», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + αὔω «ανάβω, καίω»].

Greek Monotonic

προσαύω: μέλ. -αύσω, φέρω προς, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ, σε Σοφ.· (η λέξη αὔω δείχνει να είναι ισοδύν. του αἴρω).

Greek (Liddell-Scott)

προσαύω: φέρω πρός, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Σοφ. Ἀντ. 620 (μετὰ διαφ. γραφ. προσάρῃ), πρβλ. καταύω. Ἀλλ’ ἴδε καὶ σημ. Jebb.

Middle Liddell

fut. -αύσω
to burn against, πρὶν πυρὶ θερμῷ πόδα τις προσαύσῃ Soph.