3,277,116
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15. | |lstext='''προσανάγω''': [[ἀνάγω]] πρὸς τὰ ἄνω, [[ἀναβιβάζω]], ἐς [[φάος]] ἐκ βυθίας [[ποτανάγαγον]] ἰλύος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 71. ― Παθ., ἄγομαι πρὸς τὰ ἄνω, τῆς γλώσσης προσαναγομένης ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν, δηλ. τὸν οὐρανίσκον, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμεταβ., [[ἀνέρχομαι]] [[πρός]]..., [[πλησιάζω]], Πλούτ. 2. 564C· προσανῆγε τῇ γῇ πολυπόνως, ἀνῆγεν [[ὀπίσω]] πρὸς τὴν γῆν, ὁ αὐτ. ἐν Πύρρ. 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προσανάξω, <i>ao.2</i> προσανήγαγον, <i>etc.</i><br />s’approcher de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἀνάγω]]. | |||
}} | }} |