Anonymous

πρωτόπλοος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_16)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πρωτόπλοος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, [[νηῦς]] Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. [[πλάτα]], ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα [[κώπη]] (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. [[παρθένος]], [[κόρη]] νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, [[πρωτοπόρος]]. ΙΙ. ὁ [[πλέων]] πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, [[πρόπλους]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.
|lstext='''πρωτόπλοος''': -ον, Ἀττ. συνῃρ. -πλους, ουν· ‒ ὁ διὰ πρώτην φορὰν διαπλέων τὴν θάλασσαν, [[νηῦς]] Ὀδ. Θ. 35, Εὐρ. Ἑλ. 1531· πρ. [[πλάτα]], ἡ κατὰ πρῶτον χειρισθεῖσα [[κώπη]] (ἐπὶ τοῦ πλοίου Ἀργοῦς), Εὐρ. Ἀνδρ. 865, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 32· ‒ μεταφ., πρ. [[παρθένος]], [[κόρη]] νῦν πρῶτον ἀρχομένη νὰ πλέῃ ἐπὶ τῆς θαλάσσης τοῦ ἔρωτος, Πλάτ. Ἐπιγρ. 6. 4 (παρὰ τῷ Διογ. Λ. 3. 31), πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 62 (ἐν τῷ μετώπῳ, περιθωρίῳ)· ἀλλὰ παρ᾿ Ἀθην. 589D, [[πρωτοπόρος]]. ΙΙ. ὁ [[πλέων]] πρὸ τῶν ἄλλων, ὁ προπλέων, [[πρόπλους]], Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 27.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> qui navigue (sur mer) pour la première fois;<br /><b>2</b> qui navigue le premier <i>ou</i> en avant.<br />'''Étymologie:''' [[πρῶτος]], [[πλέω]].
}}
}}