Anonymous

πυγμάχος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''πυγμάχος''': [ᾰ], ὁ, ([[πυγμή]], πὺξ) ὁ διὰ τῆς πυγμῆς μαχὸμενος, πυγμαχῶν, πυκτεύων, Λατ. pugil, Ὀδ. Θ. 246, Πινδ. Ι. 8 (7). 135, πρβλ. Θεόκρ. 24, 112· - συνηθέστερον [[πύκτης]].
|lstext='''πυγμάχος''': [ᾰ], ὁ, ([[πυγμή]], πὺξ) ὁ διὰ τῆς πυγμῆς μαχὸμενος, πυγμαχῶν, πυκτεύων, Λατ. pugil, Ὀδ. Θ. 246, Πινδ. Ι. 8 (7). 135, πρβλ. Θεόκρ. 24, 112· - συνηθέστερον [[πύκτης]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui lutte à coups de poing ; ὁ [[πυγμάχος]] pugiliste.<br />'''Étymologie:''' [[πύξ]], [[μάχομαι]].
}}
}}