3,277,719
edits
(6_3) |
(Bailly1_4) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυγμάχος''': [ᾰ], ὁ, ([[πυγμή]], πὺξ) ὁ διὰ τῆς πυγμῆς μαχὸμενος, πυγμαχῶν, πυκτεύων, Λατ. pugil, Ὀδ. Θ. 246, Πινδ. Ι. 8 (7). 135, πρβλ. Θεόκρ. 24, 112· - συνηθέστερον [[πύκτης]]. | |lstext='''πυγμάχος''': [ᾰ], ὁ, ([[πυγμή]], πὺξ) ὁ διὰ τῆς πυγμῆς μαχὸμενος, πυγμαχῶν, πυκτεύων, Λατ. pugil, Ὀδ. Θ. 246, Πινδ. Ι. 8 (7). 135, πρβλ. Θεόκρ. 24, 112· - συνηθέστερον [[πύκτης]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui lutte à coups de poing ; ὁ [[πυγμάχος]] pugiliste.<br />'''Étymologie:''' [[πύξ]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} |