3,274,522
edits
(6_2) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προκατέχω''': [[κατέχω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] τι ἐκ τῶν προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ [[ἄκρον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., [[κατέχω]], ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἀνώτερος]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. | |lstext='''προκατέχω''': [[κατέχω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] τι ἐκ τῶν προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ [[ἄκρον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., [[κατέχω]], ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἀνώτερος]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> προκαθέξω, <i>ao.2</i> προκατέσχον, <i>etc.</i><br />occuper auparavant (une ville, une hauteur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατέχω]]. | |||
}} | }} |