Anonymous

προκατέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προκατέχω''': [[κατέχω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] τι ἐκ τῶν προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ [[ἄκρον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., [[κατέχω]], ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἀνώτερος]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ.
|lstext='''προκατέχω''': [[κατέχω]] ἢ [[καταλαμβάνω]] τι ἐκ τῶν προτέρων, [[προκαταλαμβάνω]], τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ [[ἄκρον]] Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., [[κατέχω]], ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι [[ἀνώτερος]], τινί, εἴς τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> προκαθέξω, <i>ao.2</i> προκατέσχον, <i>etc.</i><br />occuper auparavant (une ville, une hauteur, <i>etc.</i>), acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[κατέχω]].
}}
}}