προκατέχω

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκατέχω Medium diacritics: προκατέχω Low diacritics: προκατέχω Capitals: ΠΡΟΚΑΤΕΧΩ
Transliteration A: prokatéchō Transliteration B: prokatechō Transliteration C: prokatecho Beta Code: prokate/xw

English (LSJ)

A hold or gain possession of beforehand, preoccupy, τὴν πόλιν Th.4.105; τὸ ἄκρον X.HG5.4.59; τὸν διάπλουν Plb.1.61.1; τὰς παρόδους Plu.Nic. 26; διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ [τὴν ἄκραν Plb.8.31.1: simply, occupy, ὃν προκατεῖχε τόπον Ael.Tact.25.7:—Med., προκατέχομαι, hold down before oneself, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην h.Cer.197: metaph. in Pass., to be prejudiced, π. εὐνοίᾳ Plb.8.31.3,27.4.9, cf. 9.31.2; διαβολαῖς Phalar.Ep.56.
2 Pass., to be predetermined, ὑφ' ἑτέρας αἰτίας Diogenian.Epicur.3.60.
II intr., to be superior, ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Plb.27.15.7; ἀγέλης to be leaders of the herd, of bulls, Jul. Or.6.200d.

German (Pape)

[Seite 729] (s. ἔχω), vorhalten; med., προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην, H. h. Cer. 197, sie hielt vor sich den Schleier herunter; vorher einnehmen, besetzt haben, προκατασχεῖν τὴν πόλιν, Thuc. 4, 105; διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι φρουρᾷ τὴν ἄκραν, Pol. 8, 33, 1. – Wie προέχω, den Vorzug haben, übertreffen, οἱ προκατέχοντες ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις, Pol. 27, 13, 7.

French (Bailly abrégé)

f. προκαθέξω, ao.2 προκατέσχον, etc.
occuper auparavant (une ville, une hauteur, etc.), acc..
Étymologie: πρό, κατέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κατέχω vooraf bezetten.

Russian (Dvoretsky)

προκατέχω:
1 med. держать перед собой (καλύπτρην χερσί HH);
2 раньше занимать, захватывать (τὴν πόλιν Thuc.; τὴν ἄκραν Polyb.);
3 перен. завладевать, приковывать (χάρισι καὶ σπουδαῖς τινα Plut.): προκατεσχῆσθαί τινι πρός τινα Polyb. быть связанным в силу чего-л. с кем-л.;
4 превосходить (ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις Polyb.).

Greek Monolingual

Α
1. κατέχω ή αποκτώ εκ τών προτέρων
2. προκαταλαμβάνω, προκυριεύω («προκατέχειν τὸ ἄκρον», Ξεν.)
3. (σχετικά με τόπο) είμαι εγκατεστημένος, βρίσκομαι σε ένα μέρος («ὃν προκατεῖχε τόπον», Αιλ. Τακτ.)
4. υπερτερώ, προηγούμαι από άλλον σε κάτι («οἱ προκατέχοντες ταῖς ἡλικίαις καὶ ταῖς δόξαις», Πολ.)
5. (για αγελαία ζώα) είμαι οδηγός της αγέλης
6. μέσ. προκατέχομαι
κρατώ κάτι μπροστά μου, μπροστά από το πρόσωπό μου («προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην», Ύμν. Δημ.)
7. παθ. α) προκαθορίζομαι, είμαι αποτέλεσμα ενός πράγματος («προκατέχεσθαι ὑφ' ἑτέρας αἰτίας», Διογ.)
β) μτφ. προκαταλαμβάνομαι, κυριεύομαι από προκαταλήψεις.

Greek Monotonic

προκατέχω: μτχ. -καθέξω, κατέχω ή κερδίζω θέση εκ των προτέρων, προκαταλαμβάνω, σε Θουκ., Ξεν. — Μέσ., κρατώ κάτι μπροστά μου από πριν, σε Ομηρ. Ύμν.

Greek (Liddell-Scott)

προκατέχω: κατέχωκαταλαμβάνω τι ἐκ τῶν προτέρων, προκαταλαμβάνω, τὴν πόλιν Θουκ. 4. 105· τὸ ἄκρον Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 59· τὸν διάπλουν Πολύβ. 1. 61, 1· τὰς παρόδους Πλουτ. Νικ. 26· διὰ τὸ προκατεσχῆσθαι τὴν ἄκραν Πολύβ. 8. 33, 1. ― Μέσ., κατέχω, ἢ κρατῶ τι ἐμπρὸς μου, προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 197· ― μεταφορ., ἐν τῷ παθ., πρ. εὐνοίᾳ, διαβολαῖς Πολύβ. 8. 33, 3, κτλ. ΙΙ. ἀμεταβ., εἶμαι ἀνώτερος, τινί, εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 27. 13, 7, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ.

Middle Liddell

fut. -καθέξω
to hold or gain possession of beforehand, preoccupy, Thuc., Xen.:—Mid. to hold down before oneself, Hhymn.

Chinese

原文音譯:prošcomai 普羅-誒何買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:前-有
字義溯源:自認比別人強,比較強,優於,超越;由(πρό)*=前)與(ἔχω)*=持)組成
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 我們比較強麼(1) 羅3:9

Lexicon Thucydideum

praeoccupare, to seize beforehand, 4.105.1.